Post reply

Name:
Email:
Subject:
Message icon:

Verification:

shortcuts: hit alt+s to submit/post or alt+p to preview


Topic Summary

Posted by: υπερκουρδος
« on: September 02, 2012, 10:54:34 am »

καλο, καλο για τους κουρδους που μας κανει τα ιδια το τουρκικο κρατος θα πεις τιποτα?
Posted by: callan
« on: September 02, 2012, 01:29:34 am »



Διαβάστε την απίστευτη ιστορία του πιο εκκεντρικού προέδρου στον κόσμο. Του Καντίροφ της Τέρεκ, η οποία ενδιαφέρεται για τον Αθανασιάδη. Οι 300 φόνοι, ο Πούτιν, οι ιδέες του μουσουλμανισμού, τα χολιγουντιανά πάρτι, το βίτσιο του και ο αγώνας με τον Μάικ Τάισον.



Άγνωστη είναι η Τέρεκ Γκρόζνι στο ευρύ ποδοσφαιρικό κοινό. Άλλωστε το Γκρόζνι ακούγεται συνήθως στα δελτία ειδήσεων για το εκρηκτικό κλίμα που επικρατεί εκεί παρότι θεωρητικά ο πόλεμος στην Τσετσενία έχει τελειώσει. Από την πολεμική γη του Καντίροφ, λοιπόν, προέρχεται και η πρόταση για τον Στέφανο Αθανασιάδη.Τα λεφτά είναι πολλά , όπως πολλοί είναι και οι λόγοι που πρέπει να σκεφτεί την πρόταση καλά πριν αποφασίσει.Το Γκρόζνι στο οποίο επέστρεψε να αγωνιστεί από το 2008 η Τέρεκ, είναι η πρωτεύουσα της Τσετσενίας και τα τρομοκρατικά χτυπήματα είναι πιο συχνά εκεί από κάθε άλλο μέρος του κόσμου με αποτέλεσμα η ζωή να είναι πολύ δύσκολη.



Ιδιαίτερα δύσκολη είναι και για τον κάθε παίκτη που αγωνίζεται στην Τέρεκ λόγω της παρουσίας του πιο εκκεντρικού προέδρου στον… πλανήτη. Ο Ραζμάν Καντίροφ που ηγείται του συλλόγου είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος της χώρας και ας είναι μόλις 36 χρόνων. Εκλεκτός του Πούτιν και πρώην Τεσετσένος πολέμαρχος που συμμετείχε στο αιματοκύλισμα της χώρας του μέχρι να έρθει στην εξουσία.



Και πέραν αυτών είναι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος με ακόμα πιο περίεργες ιδέες για το ποδόσφαιρο και τη ζωή γενικότερα. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Έφερε τον Ρουντ Γκούλιτ και τον απέλυσε γιατί δεν του έκανε τα… κέφια, ζητά από τους παίκτες του να ακολουθούν συγκεκριμένο τρόπο ζωής που θα σέβεται τις ιδέες του μουσουλμανισμού. Μόλις ανέβηκε στην εξουσία της χώρας επέβαλε νόμους της σάρια που απαγορεύουν το αλκοόλ, επιτρέπουν την πολυγαμία αλλά και τα εγκλήματα τιμής από τους άνδρες!


Τα τρελά πάρτι και… έχει ο Αλλάχ



Βέβαια για τον ίδιο οι περιορισμοί δεν ισχύουν. Για τα τελευταία γενέθλιά του κάλεσε το μισό Χόλιγουντ. Η Χίλαρι Σουάνκ, ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, ο τραγουδιστής Σιλ και άλλοι πολλοί τον τίμησαν με το αζημίωτο με τον ίδιο να απαντά στο πως βρέθηκαν τόσα πολλά χρήματα για μία γιορτή γενεθλίων ο ίδιος απάντησε "έχει ο Αλλάχ…".



Οι υψηλοί του καλεσμένοι, πάντως, βρέθηκαν στο στόχαστρο ακτιβιστών λόγω της παρουσίας του σ’ ένα πάρτι ενός ανθρώπου που δε σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα με τη Χίλαρι Σουάνκ να ζητά συγγνώμη και να επιστρέφει την αμοιβή της. Ο Καντίροφ, ωστόσο έκανε το κομμάτι του ενώ είναι γνωστός για τα πολύ ακριβά του γούστα στα αυτοκίνητα. Και να σκεφτείτε πως επίσημα δηλώνει σαν περιουσία μόνο ένα Lada και ένα διαμέρισμα 36 τετραγωνικών.


Ο Αλλάχ, πάντως, δεν έχει για τον απλό λαό. Μπορεί η κατάσταση στην Τσετσενία να έχει βελτιωθεί λόγω της στήριξης της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια αλλά υπάρχουν εκατοντάδες καταγγελίες για βασανιστήρια με την έγκριση του Καντίροφ ενώ θεωρείται ύποπτος για μία λίστα 300 φόνων.



Και δεν είναι μόνον αυτά καθώς έχει δεχτεί αρκετές επιθέσεις δολοφονίας ενώ από τον στενό του κύκλο έχει κυκλοφορήσει πως έχει αρρωστημένα βίτσια με το πιο γνωστό από αυτό να κάνει σεξ μπροστά σε φυλακισμένους!




Κόντρα στον Τάισον!


Αρέσκεται να αθλείται και ο ίδιος στην πυγμαχία έχοντας, μάλιστα δώσει αγώνα και με τον Μάικ Τάισον.







ΣΑΣ ΓΑΜΑΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΥΠΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΛΗΒΕΙΟΙ!
Posted by: mistermax
« on: September 02, 2012, 12:15:10 am »

[Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στους «έκπληκτους» και «δυσανασχετούντες» για τα όσα αποσπασματικά δίνονται μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων και αφορούν τις βίαιες επιθέσεις αυτοκτονίας που πραγματοποιούν Τσετσένοι αντάρτες στην Τσετσενία, το Νταγκεστάν στο Μπεσλάν και στον Καύκασο γενικότερα.

Αυτοί λοιπόν που «δικαίως» εξανίστανται για τους νεκρούς στο θέατρο ή στο Μετρό της Μόσχας από τις επιθέσεις, που πραγματοποιούν οι λεγόμενες «μαύρες χήρες» ξεχνούν πως η κρατική κτηνωδία (και συγκεκριμένα του ρωσικού κράτους απέναντι στους Τσετσένους) είναι αναμενόμενο να επιφέρει τέτοιες καταστάσεις.

Ελάχιστοι, όμως, είναι όσοι αναφέρονται στη γενοκτονία που συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα στρατεύματα κατοχής του ρωσικού κράτους.

Η γενοκτονία του Τσετσένικου πληθυσμού συνεχίζεται. Η, ταυτόχρονη με την επιδρομή του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβίας, ισοπέδωση της πρωτεύουσας της Τσετσενίας Γκρόζνυ από τα Ρωσικά αεροπλάνα και τα άρματα μάχης και στη συνέχεια η, χωρίς κανένα ενδοιασμό, εξόντωση για όσους υπήρχε ακόμη και η υπόνοια πως στραβοκοιτούσαν το εγκάθετο από τη Ρωσία καθεστώς των Καντίρωφ, δεν σταμάτησε ούτε απέναντι στα παιδιά των Τσετσένων.

Παρά την συνεχιζόμενη γενοκτονία και της δολοφονίες, για περισσότερο από δέκα χρόνια, το αντάρτικο εναντίον των ρώσων κατακτητών συνεχίζεται. Το εμιράτο του Καυκάσου ορθώθηκε, ως ένας απειλητικός εφιάλτης, για την αιμοσταγή ρωσική κυριαρχία.

Πάντως, απέναντι σ’ όσα συμβαίνουν εκείνο που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι πως όσο «ένοχοι» είναι οι σφαγιαζόμενοι από το ρωσικό κράτος στον Καύκασο, άλλο τόσο «ένοχοι» είναι κι αυτοί που βρήκαν, μόλις πρόσφατα, το θάνατο στο Μετρό της Μόσχας. Η διαφορά, κατά πάσαν πιθανότητα, βρίσκεται στο επίπεδο φτώχειας και κατατρεγμού ως προς τους μεν ή τους δε. ]





 ***

Οι Τσετσένοι είναι γηγενής λαός από τον βόρειο Καύκασο. Μιλούν μια ιδιαίτερη καυκάσια γλώσσα που δεν είναι ούτε σλαβική, ούτε τουρκική, ούτε περσική, αλλά είναι στενά συνδεδεμένη με την γλώσσα της γειτονικής Ινγκουσετίας.

Οι Τσετσένοι και οι προγονοί τους, όπως φαίνεται, έχουν ζήσει στο βόρειο Καύκασο που ήταν η πατρική τους γη για πολλές χιλιάδες χρόνια. Ένα μέρος ή όλη τους η γη είχε κατακτηθεί για μεγάλες χρονικές περιόδους από Ιρανούς Alans (προγόνους των Οσσετίων) από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα, από την Χρυσή Ορδή (Golden Horde) τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα, και μετά από την Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία βρισκόνταν σε ανταγωνισμό για την κυριαρχία του Βορείου Καυκάσου που ξεκίνησε τον 16ο αιώνα, τελικά κατάφερε να κατατροπώσει τους Οθωμανούς και Πέρσες αντιπάλους της.

Οι Τσετσένοι ήταν από την παράδοση τους αδιαπραγμάτευτα ανεξάρτητοι και δημοκρατικοί βουνίσιοι. Ο Ρώσος ποιητής Lermontov το 1832, έγραψε: «Ο θεός τους είναι η ελευθερία, ο νόμος τους είναι ο πόλεμος». Από τον 17ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι Τσετσένικες φυλές προσχώρησαν στη Σουνιτική θεώρηση (σέκτα) της μουσουλμανικής θρησκείας, με έμφαση στο πρότυπο του μυστικιστικού Σουφισμού, ο οποίος συνδιάζει τον ασκητισμό, την αναζήτηση της προσωπικής ένωσης με το θεό, την υποταγή των δόκιμων μοναχών στον αρχηγό και τη δοξασία του ghazavat, ή του ιερού πολέμου, σαν μέσο άμυνας εναντία στην ξένη κυριαρχία. Η μουσουλμανική θρησκεία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Τσετσένικη κοινωνία. Ωστόσο, η αρχέγονη δομή της φατρίας στην κοινωνική και πολιτική ζωή παραμένει σταθερή, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη αιματηρές βεντέτες και άλλα έθιμα.

Η Tσετσένικη γη έχει έκταση περίπου 6.000 τετραγωνικά μίλια. Τα δυτικά της σύνορα με τη δημοκρατία της Ινγκουσετίας δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. Η Γεωργία, που είναι τώρα ανεξάρτητο κράτος, εξαπλώνεται πάνω από τα βουνά μέχρι το νότο. Το Νταγκεστάν, μια δημοκρατία της ρωσικής ομοσπονδίας, βρίσκεται ανατολικά και βόρεια, ενώ η Stavropol Krai και η βόρεια Δημοκρατία της Οσσετίας καλύπτουν το βορειοδυτικό τμήμα της Tσετσένικης γης. Το Βόρειο μισό της Τσετσενίας είναι ένα εύφορο κομμάτι γης που διασχίζεται από τους ποταμούς Terek και Sunja. Το νότιο μισό περικλείει τους δασώδεις πρόποδες που φθάνουν ως τις βόρειες πλαγιές της κύριας οροσειράς του Καυκάσου.

Σύμφωνα με την απογραφή του 1989, ο πληθυσμός της Τσετσενο-Ινγκουσετικής Αυτόνομης Δημοκρατίας αριθμείται σε 1.270.000 κατοίκους. Οι περιοχές που τώρα θεωρούνται μέρος της Τσετσενίας είχαν 1.084.000 κατοίκους, από τους οποίους 715.000 ήταν Τσετσένοι, 269.000 ήταν Ρώσοι (μαζί με τους Κοζάκους) και 25.000 Ινγκουσέτιοι. Το 1989 ο πληθυσμός της Τσετσένικης πρωτεύουσας Γκρόζνι ήταν 397.000, εκ των οποίων 210.000 ήταν Ρώσοι και 121.000 Τσετσένοι. Από την απογραφή του 1989 έχει γίνει σημαντική μετανάστευση Ρώσων από το Γκρόζνι στην Τσετσενία, πιθανόν πάνω από 100.000 άτομα, πριν ακόμα από το Δεκέμβριο του 1994. Οι Τσετσένοι, που ζούσαν σε άλλες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ, το 1989 υπολογίζονται στους 242.000, με 58.000 στο Νταγκεστάν, 50.000 στο Καζακστάν, 19.000 στην Ινγκουσετία και 2.000 στην Μόσχα.

Οι Τσετσένοι αρχικά ήταν βοσκοί και κτηνοτρόφοι. Σύμφωνα με την απογραφή του 1989 το 70% των Τσετσένων ζούσαν σε αγροτικές περιοχές. Οι πλούσιες πετρελαιοπηγές που βρίσκονταν γύρω από το Γκρόζνι, είχαν ήδη υποστεί εκμετάλλευση από το 1893. Αν και η τωρινή παραγωγή πετρελαίου έχει παρακμάσει (το 1992 υπερβαίνει ελάχιστα τους 3.500.000 τόνους), το Γκρόζνι έχει παραμείνει σημαντικό κέντρο διύλισης (περίπου 6.500.000 τόνους πετρελαίου το 1992) και πετροχημικής παραγωγής. Αποτελεί ένα κομβικό σημείο για εμπόριο μέσω των οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων, αλλά και για σημαντικούς αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αεριού. Το ενδιαφέρον της Ρωσίας να ελέγξει τους αγωγούς του πετρελαίου της Κασπίας αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στο να παρθεί η απόφαση να σταλεί ρωσικός στρατός στην Τσετσενία. Η απασχόληση στην πετρελαιοβιομηχανία του Γκρόζνι αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς Ρώσους. Έτσι ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 97.000 (68.000 Ρώσους) το 1926 σε 397.000 (210.000 Ρώσους) το 1989.

Το Ρωσικό σύνταγμα (άρθρο 65) καταγραφεί την Τσετσένικη Δημοκρατία σαν ένα μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Παρ’ όλα αυτά η κίνηση απόσχισης άρχισε να κερδίζει έδαφος, και στις 2 Νοεμβρίου του 1991 η Τσετσενία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της. Στις 17 Μαρτίου του 1992 τέθηκε σε ισχύ σύνταγμα το οποίο ορίζει την Τσετσένικη δημοκρατία ως ένα ανεξάρτητο λαϊκό κράτος που κυβερνάται από την βουλή και τον πρόεδρο της δημοκρατίας.

Η κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ευρασία έχει οδηγήσει σε πολλά γεγονότα τα οποία ελάχιστοι αναλυτές της Δύσης είχαν προβλέψει κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Ένα από τα πιο απίθανα γεγονότα που σχετίζεται με την κατάρρευση του κομμουνισμού σε αυτήν την αχανή έκταση, ήταν η συντριπτική νίκη της μικρής αυτόνομης ισλαμικής δημοκρατίας της Τσετσενίας στον πόλεμο του 1994 – 1996, για την ανεξαρτησία, εναντία στην Ρωσική ομοσπονδία. Θυμίζει την περίπτωση Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Ομάδες Τσετσένων μαχητών αντιμετώπισαν τη δύναμη του Ρωσικού στρατού, συχνά με ανοιχτές πολεμικές συρράξεις, και σημείωσαν επανειλημμένες νίκες με έξυπνους στρατηγικούς ελιγμούς, κατά του επαγγελματικού στρατού της Μόσχας ο οποίος είναι μεγαλύτερος αριθμητικά και καλύτερα εξοπλισμένος.

Ενώ ο προηγούμενος αρχηγός του Ρωσικού στρατού, ο υπουργός εθνικής άμυνας Pavel Grachev καυχιόταν ότι η συντριβή των Τσετσένων αυτονομιστών με μια μόνο αεροπορική μοίρα είναι υπόθεση λίγων ωρών, η πανωλεθρία στην Τσετσενία απέδειξε στον κόσμο πόσο πολύ είχε επιδεινωθεί η αποτελεσματικότητα του Ρωσικού στρατού στη μάχη.

Ενώ οι Τσετσένοι μπορούσαν επίσημα να δηλώνουν ότι είναι νικητές του πρώτου ρωσο-τσετσενικού πολέμου της δεκαετίας του 1990, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένας νικητής σ’ αυτή την αιματηρή διαμάχη. Πλήθος Τσετσένικων χωριών καταστράφηκαν, το Γκρόζνι ισοπεδώθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους βομβαρδισμούς που έγιναν στην Ευρώπη από την εποχή του βομβαρδισμού της Δρέσδης. Δεκάδες χιλιάδες Τσετσένοι και Ρώσοι που ζούσαν στην Τσετσενία έχασαν τη ζωή τους, εκατοντάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες και η οικονομία της ανεξάρτητης Ichkeria, (όπως ήταν τότε γνωστή η Τσετσενία) κατέληξε σε ολοκληρωτική καταστροφή.

Παρά την απόπειρα κατασκευής ενός καθεστώτος αυτονομίας στα πλαίσια της Ρωσικής Ομοσπονδίας, σαν δημοκρατία του Ταταρστάν, οι Τσετσένοι βρέθηκαν ανασυνταγμένοι πίσω από ηγέτες όπως ο Djokhar Dudayev, ο Aslan Mashkadon και ο Shamil Basayev, και επέλεξαν να πολεμήσουνε την διηπειρωτική Ρωσία μέχρις εσχάτων για πλήρη ελευθερία. Το βαρύ κόστος της ανεξαρτησίας για τον Τσετσένικο λαό δεν μπορεί να υπολογιστεί με κοινωνικό-οικονομικούς όρους.

Εάν η καταστροφή από την πρώτη μετα-σοβιετική εισβολή δεν ήταν επαρκής, η πλειοψηφία της υποδομής της μικρής Τσετσένικης δημοκρατίας, η οποία ξαναχτίστηκε το 1996, ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωσικούς βομβαρδισμούς στα τέλη του 1999 με αρχές του 2000, που ξεπέρασαν σε ένταση ακόμα και εκείνες του προηγουμένου πολέμου.

Καθώς, από το καλοκαίρι του 2000, ο Ρωσικός στρατός είναι απασχολημένος με μια δεύτερη πιο καταστροφική εισβολή στην Τσετσενία που εμμένει στην ανεξαρτητοποίηση της, πολλοί λίγοι από το Κρεμλίνο φάνηκε να έχουν διδαχθεί από τον πρώτο πόλεμο. Παρά τις απώλειες ζωών των στρατιωτών τους (παραδέχθηκαν το θάνατο περίπου 2.500 στρατιωτών σε αυτή την δεύτερη εκστρατεία, αριθμός μάλλον χαμηλός σύμφωνα με τους εξωτερικούς αναλυτές), η Ρωσική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να εκδικηθεί για την ήττα της στον προηγούμενο Τσετσένικο πόλεμο με κάθε κόστος. Ο νέος πόλεμος στην Τσετσενία ακολουθεί το σχέδιο του πολέμου του 1994-1996 και με αργό ρυθμό μετατρέπεται σε πόλεμο οικονομικής φθοράς, καθώς αποστραγγίζει τον Ρωσικό πλούτο, και καταλήγει σε εκπληκτικά μεγάλο κόστος σε ζωές, για τους κάποτε γεμάτους αυτοπεποίθηση Ρώσους στρατηγούς. Οι στρατηγοί προέβλεπαν με μεγάλη σιγουριά ένα μικρό νικηφόρο πόλεμο ενάντια στους «τρομοκρατικούς ληστρικούς σχηματισμούς», το φθινόπωρο του 1999 ο δεύτερος Ρωσο-Τσετσενικός πόλεμος έχει καταλήξει σε τέλμα.

Οι πολιτικοί της Δύσης παρακολουθούν κατάπληκτοι την Ρωσία να εμπλέκεται σε ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στους αμάχους κι αυτό δείχνει από μόνο του ότι ο δεύτερος Τσετσένικος πόλεμος είχε όλη τη λογική μιας Αμερικανικής εισβολής στο Βιετνάμ, προκειμένου να εκδικηθεί για την ήττα από τους Βιετκόνγκ. Η αίσθηση μιας συλλογικής αμνησίας που αφορά τις απώλειες στην πρώτη αιματηρή Τσετσένικη διαμάχη, η οποία κυριαρχεί στην Ρωσία σήμερα, προσφέρει μια μεγάλη αντίθεση στην σιωπηλή αίσθηση της συλλογικής μνήμης από την προηγουμένη καταπίεση που γνώρισαν οι Τσετσένοι, εχθροί της ρωσικής ομοσπονδίας.

Ενώ πολλά έχουν γραφτεί για τους λόγους που οδήγησαν τη Ρωσική Κυβέρνηση να ξεκινήσει τον δεύτερο μετασοβιετικό Τσετσένικο πόλεμο (συγκεκριμένα αναφέρεται η επιδέξια πολιτική του προέδρου Πούτιν να τιθασεύει την δύναμη σε ένα κύμα ρωσικής ξενοφοβίας και μιλιταρισμού), πολύ λίγη προσοχή έχει δοθεί στους αντιπάλους της Ρωσίας, τους Τσετσένους ή στους λόγους που για δεύτερη φορά έμπαιναν οι τελευταίοι σε πόλεμο με τον Ρωσικό στρατό. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας παράγοντας που έχει παραληφθεί τελείως από τους υπολογισμούς της Δύσης για τις πρόσφατες Ρωσο-Τσετσένικες διαμάχες και αυτός είναι οι Τσετσένοι από μόνοι τους. Με απερισκεψία περιγράφτηκαν ως «τρομοκρατικοί ληστρικοί σχηματισμοί» από τον Ρωσικό τύπο και εκτιμήθηκε σαν «εσωτερικό πρόβλημα» από τους πολιτικούς της Δύσης σκοπεύοντας περισσότερο στο να δικάσουν τον Ρώσο αρχηγό παρά να αποτρέψουν την μαζική κατάχρηση των χαρακτηριζόμενων ως ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι Τσετσένοι αγνοήθηκαν σαν λαός από αυτούς που παρακολούθησαν τον πρόσφατο πόλεμο. Τυπικά, εκείνοι οι οποίοι μελέτησαν τον πόλεμο έκαναν εκτιμήσεις για τους Τσετσένους οι οποίες ήταν υπεραπλουστευτικές, τονίζοντας την μακρά παράδοση πολέμου ανά τους αιώνες με τους Ρώσους με το αιτιολογικό της στενόμυαλης αντίστασης στους Ρώσους. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ αποτελεί γεγονός η συλλογική μνήμη της πρόσφατης γενοκτονίας που βίωσε αυτός ο μικρός λαός από την Σοβιετική κυβέρνηση (το χρονικό διάστημα 1940 με 1950) και η οποία έχει παίξει ρόλο καταλύτη στην στρατιωτικοποίηση αυτής της μουσουλμανικής κοινωνίας στην μετα-σοβιετική εποχή.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ

 Οι αναλυτές έχουν προσδιορίσει, εν μέρει, τους λόγους που οδήγησαν στο να παρθεί η απόφαση από τους Τσετσένους αρχηγούς να περάσουν σε πόλεμο με την Ρωσία τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο Ρωσο-Τσετσένικο πόλεμο της δεκαετίας του 1990, αναφερόμενοι σε μια πολεμική παράδοση που χαρακτηρίζει αυτόν τον Ισλαμικό Καυκάσιο βουνίσιο λαό, ο οποίος είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα γνωστός σαν αμείλικτος εχθρός της Ρωσίας. Αυτή η έχθρα με την Ρωσία έχει αυξηθεί από το γεγονός ότι οι Τσετσένοι έχουν έναν πολιτισμό που δοξάζει τα όπλα. Έχουν επίσης δυνατούς κώδικες τιμής, η υπεράσπιση των οποίων πολλές φορές οδηγεί σε αιματηρές βεντέτες. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία κανένα έθνος γύρω από τον Βόρειο Καύκασο δεν είχε μια τόσο βίαιη πορεία διαμάχης με τους Ρώσους, όπως οι Τσετσένοι.     

................