Χάννα Άρεντ – H δημόσια σφαίρα: τα κοινά
Ο όρος «δημόσιος» δηλώνει δύο στενά αλληλένδετα, αλλά όχι εντελώς ταυτόσημα φαινόμενα:
Σημαίνει, πρώτον, πως ό,τι εμφανίζεται δημοσίως μπορεί να ιδωθεί και να ακουστεί από τον καθένα και πως έχει την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα. Για μας, το φαινόμενο –κάτι ορατό και ακουστό τόσο από τους άλλους όσο κι από μας τους ίδιους– αποτελεί πραγματικότητα. Σε σύγκριση με την πραγματικότητα που προέρχεται από τα ορατά και τα ακουστά, ακόμη και οι ισχυρότερες δυνάμεις της εσωτερικής ζωής –τα πάθη της καρδιάς, οι σκέψεις της διάνοιας, οι απολαύσεις των αισθήσεων– έχουν μιαν αόριστη, σκιώδη ύπαρξη, ως την στιγμή που θα μετασχηματιστούν, θα αποϊδιωτικοποιηθούν και θα αποταμιευθούν, για να πούμε έτσι, παίρνοντας τη μορφή που θα τα κάνει κατάλληλα να εμφανιστούν δημοσίως1. Ο πιο συνηθισμένος απ’ αυτούς τους μετασχηματισμούς γίνεται στην αφηγηματική τέχνη και γενικά στην καλλιτεχνική μετάθεση των ατομικών βιωμάτων. Δεν μας χρειάζεται όμως η μορφή της τέχνης για να βεβαιωθούμε γι’ αυτή την μεταμόρφωση. Κάθε φορά που μιλάμε για πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να βιωθούν παρά ιδιωτικά και ενδόμυχα, τα μετατοπίζουμε σε μια σφαίρα όπου θα προσλάβουν έναν πραγματικό χαρακτήρα, τον οποίο, παρά την έντασή τους, ποτέ πριν δεν μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν. Η παρουσία των άλλων που βλέπουν ό,τι βλέπουμε και ακούνε ό,τι ακούμε μας βεβαιώνει για την πραγματικότητα του κόσμου και του ίδιου του εαυτού μας, και ενώ η εσωτερικότητα μιας πλήρως ανεπτυγμένης ιδιωτικής ζωής, άγνωστης πριν από την έλευση της νεότερης εποχής και την συνακόλουθη παρακμή της δημόσιας σφαίρας, θα ενισχύει και θα εμπλουτίζει πάντα σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την κλίμακα των υποκειμενικών συγκινήσεων και των προσωπικών αισθημάτων, ωστόσο αυτή η ενίσχυση θα γίνεται πάντα εις βάρος της βεβαιότητας για τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Πραγματικά, η πιο έντονη αίσθηση που γνωρίζουμε (τόσο έντονη, ώστε να εξαλείφει όλες τις άλλες εμπειρίες), δηλαδή η εμπειρία του μεγάλου σωματικού πόνου, είναι η περισσότερο ιδιωτική και συγχρόνως η λιγότερο μεταδόσιμη απ’ όλες. Δεν είναι μόνο η μοναδική ίσως εμπειρία, την οποία αδυνατούμε να μετασχηματίσουμε σε μορφή κατάλληλη για δημόσια παρουσίαση· πρακτικά μας στερεί σε τέτοιο βαθμό από κάθε αίσθηση της πραγματικότητας, ώστε μπορούμε να την λησμονούμε πιο γρήγορα και πιο εύκολα απ’ οτιδήποτε άλλο. Ανάμεσα στην πιο απόλυτη υποκειμενικότητα, μέσα στην οποία παύω να είμαι «αναγνωρίσιμος», και στον εξωτερικό κόσμο της ζωής μοιάζει να μην υπάρχει καμιά γέφυρα2. Μ’ άλλα λόγια, ο πόνος, μια αληθινά οριακή εμπειρία μεταξύ της ζωής ως «παρουσίας ανάμεσα στους ανθρώπους» (inter homines esse) και του θανάτου, είναι τόσο υποκειμενικός και απομακρυσμένος από τον κόσμο των πραγμάτων και των ανθρώπων, ώστε είναι τελείως αδύνατο να προσλάβει εξωτερική μορφή3.
Αφού η αντίληψή μας για την πραγματικότητα εξαρτάται ολοκληρωτικά από τα φαινόμενα και συνεπώς από την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας, όπου τα πράγματα μπορούν να αναδύονται από το σκοτάδι μιας προφυλαγμένης ύπαρξης, ακόμα και το ημίφως, που φωτίζει την ιδιωτική και την ενδόμυχη προσωπική μας ζωή, προέρχεται από το πολύ εντονότερο φως της δημόσιας σφαίρας. Υπάρχουν όμως πάρα πολλά πράγματα που δεν μπορούν ν’ αντέξουν το αδυσώπητο, έντονο φως της διαρκούς παρουσίας των άλλων στη δημόσια σκηνή· εκεί, μόνον ό,τι θεωρείται σημαντικό, άξιο να το βλέπει ή να το ακούει κανείς, μπορεί να γίνει ανεκτό, κι έτσι το ασήμαντο γίνεται αυτομάτως ιδιωτικό ζήτημα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι ιδιωτικές υποθέσεις είναι γενικά ασήμαντες· αντιθέτως, θα δούμε πως υπάρχουν πάρα πολλές σπουδαίες υποθέσεις, οι οποίες είναι δυνατό να επιβιώσουν μόνο στην περιοχή του ιδιωτικού. Για παράδειγμα, ο έρωτας, σε αντιδιαστολή προς τη φιλία, σκοτώνεται, ή μάλλον σβήνει, από την στιγμή που εκτίθεται σε κοινή θέα. («Ποτέ μη ζητήσεις να πεις την αγάπη σου / την αγάπη που ποτέ δεν μπορεί να ειπωθεί»). Ο έρωτας, όντας από τη φύση του αδιάφορος για τον κόσμο, δεν μπορεί παρά να νοθεύεται και να διαστρέφεται όταν χρησιμοποιείται για πολιτικούς σκοπούς, όπως είναι η αλλαγή ή η σωτηρία του κόσμου.
Ό,τι η δημόσια σφαίρα θεωρεί ασήμαντο μπορεί να έχει τόσο εξαιρετική και μεταδοτική γοητεία ώστε ενδέχεται να το υιοθετήσει ένας ολόκληρος λαός ως τρόπο ζωής, χωρίς μ’ αυτό να μεταβληθεί ο ουσιαστικά ιδιωτικός του χαρακτήρας. Η γοητεία που ασκούν στους σύγχρονους τα «μικροπράγματα», μολονότι εξυμνήθηκε από την ποίηση των αρχών του αιώνα μας σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, βρήκε την κλασική της έκφραση στην inter homines των Γάλλων. Μετά την αποσύνθεση της δικής τους, κάποτε μεγάλης και λαμπρής δημόσιας σφαίρας, οι Γάλλοι έγιναν δάσκαλοι στην τέχνη του να ειν’ ευτυχισμένοι με «μικροπράγματα», μέσα στον χώρο των τεσσάρων τοίχων του δωματίου τους, ανάμεσα στην κασέλα και το κρεβάτι, το τραπέζι και την καρέκλα, τον σκύλο, την γάτα και το ανθοδοχείο, αφιερώνοντας στα πράγματα αυτά μια φροντίδα και μια τρυφερότητα, η οποία, σ’ έναν κόσμο όπου η ταχεία εκβιομηχάνιση εξοντώνει διαρκώς τα πράγματα του χθές για να παραγάγει τα αντικείμενα του σήμερα, μπορεί ακόμη και να φαίνεται πως είναι η τελευταία καθαρά ανθρώπινη γωνιά του κόσμου. Αυτή η επέκταση του ιδιωτικού, το μάγεμα, ας πούμε, ενός ολόκληρου λαού, δεν το καθιστά δημόσιο, δεν συγκροτεί μια δημόσια σφαίρα, αλλά αντίθετα σημαίνει απλώς ότι η δημόσια σφαίρα έχει εξαφανιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά, έτσι ώστε το μεγαλείο έχει παντού υποχωρήσει μπροστά στην γοητεία· διότι ενώ η δημόσια σφαίρα μπορεί να έχει μεγαλείο, δεν μπορεί να έχει γοητεία, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να φιλοξενήσει το ασήμαντο.
Δεύτερον, ο όρος «δημόσιο» δηλώνει τον ίδιο τον κόσμο, στην έκταση που είναι κοινός για όλους μας και διακρίνεται από τον χώρο που κατέχουμε ιδιωτικά μέσα σ’ αυτόν. Ο κόσμος αυτός όμως δεν είναι ταυτόσημος με την γη ή την φύση, ως τον περιορισμένο χώρο για την κίνηση των ανθρώπων και ως την γενική προϋπόθεση της οργανικής ζωής. Συνδέεται μάλλον με το ανθρώπινο τεχνούργημα, με το κατασκεύασμα των ανθρώπινων χεριών καθώς και με όσα συμβαίνουν μεταξύ εκείνων που κατοικούν από κοινού τον δημιουργημένο από τον άνθρωπο κόσμο. Η συμβίωση μέσα στον κόσμο σημαίνει κατ’ ουσίαν ότι ένας κόσμος πραγμάτων βρίσκεται μεταξύ εκείνων που τον έχουν από κοινού, όπως ένα τραπέζι βρίσκεται μεταξύ εκείνων που κάθονται γύρω του· ο κόσμος, όπως κάθε τι που βρίσκεται «μεταξύ», συνδέει και συγχρόνως χωρίζει τους ανθρώπους.
Η δημόσια σφαίρα, ως κοινός κόσμος, μας συγκεντρώνει και ωστόσο μας εμποδίζει, μπορούμε να πούμε, να πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την μαζική κοινωνία δεν είναι ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων που περιλαμβάνει, ή τουλάχιστον δεν είναι αυτός κατά κύριο λόγο, αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος ανάμεσά τους έχει χάσει τη δύναμή του να τους συγκεντρώνει, να τους συνδέει και να τους διαχωρίζει. Το αφύσικο της κατάστασης αυτής μοιάζει με μια πνευματίστικη συγκέντρωση, όπου κάποιοι απ’ όσους βρίσκονται γύρω στο τραπέζι θα το έβλεπαν ξαφνικά, μ’ ένα μαγικό τέχνασμα, να χάνεται από ανάμεσά τους, έτσι ώστε δυο πρόσωπα καθισμένα το ένα απέναντι στο άλλο δεν θα χωρίζονταν πια, αλλά συγχρόνως και δεν θα συνδέονταν διόλου από τίποτα το χειροπιαστό.
Στην ιστορία γνωρίζουμε μονάχα μιαν αρχή που επινοήθηκε κάποτε για να κρατήσει ενωμένη μιαν κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους για τον κοινό κόσμο και δεν αισθάνονταν πια να συνδέονται και να χωρίζονται μεταξύ τους απ’ αυτόν. Η εύρεση ενός δεσμού ανάμεσα στους ανθρώπους αρκετά ισχυρού ώστε να αντικαταστήσει τον κόσμο αποτέλεσε το κύριο πολιτικό έργο της πρώιμης χριστιανικής φιλοσοφίας, και ο Αυγουστίνος ήταν αυτός που πρότεινε την θεμελίωση όχι μόνο της χριστιανικής «αδελφότητας» αλλά όλων των ανθρώπινων σχέσεων πάνω στη φιλανθρωπία. Όμως αυτή η φιλανθρωπία, μολονότι η αδιαφορία της για τον κόσμο αντιστοιχεί στην καθολική ανθρώπινη εμπειρία της αγάπης, συγχρόνως αντιδιαστέλλεται σαφώς απ’ αυτήν, γιατί είναι κάτι το οποίο, όπως κι ο κόσμος, βρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων: «Ακόμη και οι ληστές έχουν ανάμεσά τους (inter se) ό,τι ονομάζουν φιλανθρωπία»4. Αυτό το απροσδόκητο παράδειγμα της χριστιανικής πολιτικής αρχής είναι πραγματικά πολύ σωστά διαλεγμένο, διότι ο δεσμός της φιλανθρωπίας ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ δεν μπορεί από μόνος του να θεμελιώσει μια δημόσια σφαίρα, επαρκεί απολύτως για την πρωτεύουσα χριστιανική αρχή της αδιαφορίας για τον κόσμο και είναι ό,τι πρέπει για να βοηθήσει το πέρασμα μιας ομάδας απόκοσμων ουσιαστικά ανθρώπων μέσ’ από τον κόσμο, μιας ομάδας αγίων ή μιας ομάδας εγκληματιών, υπό τον όρο μόνο ότι ο ίδιος ο κόσμος θεωρείται καταδικασμένος και ότι κάθε δραστηριότητα μέσα σ’ αυτόν αναλαμβάνεται υπό την προϋπόθεση quamdiu mundus durat («εφ’ όσον ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει»).5 Ο απολιτικός, μη δημόσιος χαρακτήρας της χριστιανικής κοινότητας ορίστηκε από νωρίς με την απαίτηση ότι έπρεπε να σχηματίζει ένα corpus, ένα «σώμα», του οποίου τα μέλη όφειλαν να συνδέονται μεταξύ τους όπως τ’ αδέλφια σε μιαν οικογένεια.6 H διάρθρωση της κοινοτικής ζωής σχεδιάστηκε κατά το υπόδειγμα των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, διότι αυτές ήσαν γνωστές ως απολιτικές ή ακόμη και αντιπολιτικές σχέσεις. Από τα μέλη μιας οικογένειας ποτέ δεν είχε προέλθει μια δημόσια σφαίρα, και συνεπώς δεν ήταν πιθανό να προέλθει από την ζωή της χριστιανικής κοινότητας, αν αυτή η ζωή διεπόταν αποκλειστικά και μόνο από τον νόμο της φιλανθρωπίας. Ακόμη και τότε, όπως ξέρουμε από την ιστορία και από τους κανόνες των μοναστικών ταγμάτων –των μόνων κοινοτήτων όπου δοκιμάστηκε ποτέ η αρχή της φιλανθρωπίας ως πολιτική επινόηση–, ο κίνδυνος, μήπως οι δραστηριότητες που αναλήφθηκαν υπό την πίεση των «αναγκών της παρούσας ζωής» (necessitas vitae praesentis)7 οδηγήσουν από μόνες τους, μια και εκτελούνταν παρουσία των άλλων, στην εγκαθίδρυση ενός είδους αντικόσμου, μιας δημόσιας σφαίρας μέσα στα ίδια τα μοναστικά τάγματα, ήταν αρκετά μεγάλος, έτσι ώστε χρειάστηκαν πρόσθετοι κανόνες και πρόσθετες διατάξεις, από τις οποίες η πιο σχετική με το αντικείμενό μας είναι η απαγόρευση της διάκρισης πάνω από τους άλλους και της συνακόλουθης υπερηφάνειας.8
H αδιαφορία για τον κόσμο είναι δυνατή ως πολιτικό φαινόμενο μόνο αν στηριχτεί στην υπόθεση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει· αν όμως υποτεθεί αυτό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αδιαφορία για τον κόσμο, με τη μία ή την άλλη μορφή, θ’ αρχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη μετά την πτώση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαίνεται να συμβαίνει πάλι στις μέρες μας, μολονότι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές, ίσως ακόμη πιο δυσάρεστες μορφές. Η χριστιανική αποχή από τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η μόνη κατάληξη, στην οποία μπορεί να φθάσει κανείς από την πεποίθηση ότι το ανθρώπινο οικοδόμημα, όντας προϊόν ανθρώπινων χεριών, είναι εξ ίσου θνητό με τους δημιουργούς του. Η πεποίθηση αυτή, απεναντίας, μπορεί και να εντατικοποιήσει την απόλαυση και την κατανάλωση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, όπως και όλους τους τρόπους επικοινωνίας, στους οποίους ο κόσμος δεν κατανοείται ως κάτι που είναι το κοινόν για όλους. Μόνο η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας και ο παρεπόμενος μετασχηματισμός του κόσμου σε μια κοινότητα πραγμάτων, η οποία συγκεντρώνει τους ανθρώπους και τους συνδέει μεταξύ τους, στηρίζεται ολοκληρωτικά στην διάρκεια. Αν ο κόσμος πρόκειται να περιλαμβάνει ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών.
Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός. Διότι αντίθετα από το κοινό καλό όπως το εννοούσε ο Χριστιανισμός –η σωτηρία μιας ψυχής ως ένα κοινό για όλους συμφέρουν– ο κοινός κόσμος είναι ο χώρος, στον οποίο μπαίνουμε όταν γεννιόμαστε, και ο χώρος, τον οποίο αφήνουμε πίσω μας όταν πεθαίνουμε. Υπερβαίνει τον χρόνο της ζωής μας τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον· υπήρχε πριν έλθουμε και θα διαρκέσει περισσότερο από την σύντομη διαμονή μας σ’ αυτόν. Είναι ό,τι έχουμε από κοινού όχι μόνο με όσους ζουν μαζί μας, αλλά και με όσους υπήρξαν εδώ πριν και με όσους θα έλθουν μετά από μας. Αλλά ένας τέτοιος κοινός κόσμος μπορεί να επιβιώσει των ερχομένων και απερχομένων γενεών μόνο στον βαθμό που εμφανίζεται δημοσίως. Ακριβώς η δημοσιότητα της δημόσιας σφαίρας μπορεί να ενσωματώσει και να αγλαΐσει διαμέσου των αιώνων οτιδήποτε θελήσουν ίσως οι άνθρωποι να διασώσουν από την φυσική φθορά του χρόνου. Οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες πριν από μας –αλλά όχι τώρα πλέον– εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από την γήινη ύπαρξή τους. (Έτσι, η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια τ