Post reply

Name:
Email:
Subject:
Message icon:

Verification:

shortcuts: hit alt+s to submit/post or alt+p to preview


Topic Summary

Posted by: National Bolshevik
« on: November 25, 2012, 12:46:17 pm »

Γράφτηκε με σκληρό μολύβι σε κομμάτια χαρτιού και λευκό πανί στις φυλακές της Κέρκυρας. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας κυκλοφορούσε παράνομα σε δακτυλογραφημένα και πολυγραφημένα αντίτυπα. Εξ ου και τα πολλά λάθη.
Ο πρόλογος γράφτηκε το Νοέμβρη του 1937. Μια κάπως επιμελημένη παρουσίαση του δοκιμίου μπορεί να θεωρηθεί αυτή που άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Δημοσιεύτηκαν όμως μόνο δύο συνέχειες, στα τεύχη 3 και 4 του περιοδικού (Οκτώβρη και Νοέμβρη 1943), γιατί το περιοδικό αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή του. Σε μορφή βιβλίου, για πρώτη φορά κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1944, στην ελεύθερη Ελλάδα, από τις εκδόσεις «Κόκκινη Σημαία», πανθεσσαλικό όργανο του Γραφείου περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ. Από κει και ο πρόλογος («Λίγα Λόγια») του Γιάννη Ζέβγου. Μια 2η έκδοση έγινε στο Κάιρο το Σεπτέμβρη του 1944, μια Τρίτη στο Βόλο τον Οκτώβρη 1944 και μια 4η, στην Αθήνα, διορθωμένη, το Μάη του 1945, όταν έγινε γνωστή η απελευθέρωση του Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου. Το κείμενο εδώ βασίζεται στη Συλλογή Έργων του Νίκου Ζαχαριάδη, που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1953 από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα», και είναι διορθωμένο από τον ίδιο.

---


Λίγα λόγια


Ο Παλαμάς ήταν ένας κολοσσός. Σαν ποιητής και σαν διανοητής. Και ακριβώς γιατί ήταν διανοητής βαθυστόχαστος ήταν και ποιητής μεγάλος. Είναι ομόφωνη η γνώμη πως ο Παλαμάς ήταν κολοσσός. Μα ο αληθινός Παλαμάς είναι άγνωστος. Όταν πέθανε πέρσι λόγιοι και επιστήμονες γράψαν άρθρα και μελέτες για το νεκρό ποιητή και το έργο του και γιόμισαν τόμους ολάκερους. Και όποιος ξεφύλισε αυτά τα γραφτά, αντί να γνωρίσει το έργο του μεγάλου ποιητή, γνώρισε την καταπληχτική κενότητα της αστικής διανόησης. Αρκέστηκαν σε τριμένες κοινοτοπίες, έπιασαν στοιχεία αντιδραστικά και στάθηκαν ανίκανοι ν' αγγίξουν το ζωντανό, το πλαστουργό, το αθάνατο πνεύμα της παλαμικής δημιουργίας.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης μας παρουσιάζει τον αληθινό Παλαμά με τη μελέτη του πάνου στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», το «πιο ολοκληρωμένο και φιλοσοφημένο έργο» του Παλαμά. Ο Ζαχαριάδης εμφανίζει τον Παλαμά στη θέση που παίρνει ο ποιητής ολόρθος, επιβλητικός, τρανοδύναμος, γκρεμιστής και δημιουργός μαζί, αντίκρυ στο καθολικό νεοελληνικό πρόβλημα, που με την καθολικότητα του είναι και πανανθρώπινο πρόβλημα.

Σα μυθική σφίγγα αυτό το πρόβλημα σημαίνει πρόοδο ή καθυστέρηση, πολιτισμό και δημιουργία ή στασιμότητα και βυζαντινολογία, ζωή και κίνηση ή σαπίλα και νέκρα, καινούρια Ελλάδα με αναγεννημένο λεύτερο, πλούσιο λαό, ή ψωροκόσταινα με φτωχό, πεινασμένο, εξαθλιωμένο λαό. Αυτό το πρόβλημα το εκφράζει συμπυκνωμένο, μεστό, η σκληρή πάλη που διεξάγεται στη νεοελληνική κοινωνία γύρω από την «ανεχτίμητη όσο και καταθλιπτική κληρονομιά», θα πάρουμε απ' την αθάνατη δημιουργία του αρχαιοελληνικού κόσμου τα όμορφα, τα ζωντανά, τα φωτεινά στοιχεία, σα φως και σπέρμα ζωής και θα ξανανιώνουμε την κοινωνική μας ζωή και θα τραβάμε προς την πρόοδο σε όλο το ανώτερο πολιτισμό; Ή θα κλειστούμε στα κιβούρια τα βυζαντινά, θα μας σκεπάσουν οι ταφόπετρες και θα πνιγούμε και θα εκφυλιστούμε σαν έθνος και σα λαός με τη συντηρητικότητα;
Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, οι λογιώτατοι, απ' τον καιρό της Τουρκίας ακόμα, κρατούν το έθνος καρφωμένο στο δεύτερο δρόμο. Με το λάβαρο του μεγαλοϊδεατισμού στραγγαλίζουν τις ζωντανές δυνάμεις του λαού, τον προσανατολίζουν σε ξεπερασμένα, νεκρά βυζαντινά ιδανικά για να τον βυζαίνουν, σα βρυκολάκοι, φτωχό, αμόρφωτο, άρρωστο, πεινασμένο. Έμποροι του αίματος και του ιδρώτα του λαού, κάπηλοι παλιών και καινούριων αξιών και ιδανικών, φωτοσβέστες, φασίστες οι ίδιοι, κατάντησαν να σημμαχήσουν με τους πιο μαύρους φωτοσβέστες και ν' αδερφωθούν με τα πιο αιμοσταγή θηρία που γνώρισε η ιστορία, με τους επιδρομείς φασίστες.
Τη θέση του Παλαμά, του ποιητή και διανοητή, αντίκρυ σ' αυτή τη φοβερή και θανάσιμη πάλη ανάμεσα στις ζωντανές, τις προοδευτικές δυνάμεις του έθνους και τις μαύρες δυνάμεις της πλουτοκρατικής αντίδρασης μας παρουσιάζει με τη μελέτη του ο Ν. Ζαχαριάδης. Και εδώ ο Παλαμάς ορθώνεται μεγαλόπνοος, φοβερός, αμείλιχτος, πύρινος, ενάντια στη μαύρη αντίδραση, που με την ατιμία και την ψευτιά, με τη φωτιά και το σίδερο ζητάει να πνίξει τη ζωή.


«Αναβε φωτιές, καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα χαμένα καις"
απ' τη στάχτη της φωτιάς σου
της Ιδέας ο χρυσαϊτός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
προς τα ύψη, προς το φως»


Ο μεγαλόστομος ποιητής διακηρύχνει στους φασίστες, ότι στα χαμένα καιν, ότι από τις στάχτες τεντώνει πιο πλατιές προς τα ύψη τις φτερούγες του ο φοίνικας ο χρυσαϊτός, που προαγγέλνει την αναγέννηση της Ελλάδας.
Ο ποιητής διαλαλεί ότι «...η προκοπή δεν είναι για τους δούλους - η προκοπή για τους ελεύθερους, για μας». Οραματίζεται το τορινό ξεσήκωμα του λαού και ξαποστέλνει φλογερό ύμνο στους φτωχογέννητους, που ζυμώνουν με το αίμα τους την καινούρια Ελλάδα.
κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,
και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
με τα φουσκωτά ποτάμια.
..........
στα ταμπούρια τάχει τα σκολειά,
κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει"
............
Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες,
και με ονόματα τους κράξουν πονηρά
κλέφτες και απελάτες και προδότες,
τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι,
κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,
κι είναι, μεσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.
..........
Ό,τι πολεμάτε για ν' αδράξετε
μ' ενός άδειου λόγου ορμή,
το ζητάνε αυτοί με τάρματα στα χέρια,
και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,
κι είναι σαν πατέρες των παιδιών
που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.

Αυτόν τον αθάνατο Παλαμά μας παρουσιάζει ο Ν. Ζαχαριάδης. Τον Παλαμά, που από σαράντα χρόνια πριν, τραγουδάει, με το προφητικό του βιολί, τον τορινό μας απελεύθερο-τικόν αγώνα, κεραυνοβολεί τους βασιλιάδες και τους τυράννους, που με πονηρά ονόματα βρίζουν τους αγωνιστές και εξυμνεί το λαό και τα παλληκάρια, που με τ' άρματα στο χέρι πλάθουν μια Ελλάδα που θάχει ταίρι της τον ήλιο. Ο Ζαχαριάδης μας εμφανίζει έναν Παλαμά, που σ' αυτό το μεγαλό-τολμο πέταμα είναι απολυτρωμένος από τα ιδεαλιστικά δεσμά και αντικρύζει και απεικονίζει τον κόσμο στην πραγματική, στην υλική του υπόσταση, στη ροή, την κίνηση και την αλλαγή του, σα διαλεχτικός υλιστής φιλόσοφος.
Ο Ζαχαριάδης έγραψε τη μελέτη του στα 1937 στις φυλακές της Κέρκυρας. Σε κείνο τον υγρό τάφο τον έριξε η φασιστική διχτατορία του Γλύξμπουργκ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη μελέτη γιατί του πήραν τα βιβλία όπως σημειώνει ο ίδιος, οι δήμιοι του φωτοσβέστη φασισμού, για να του πάρουν αργότερα και το μολύβι και το τελευταίο κομμάτι χαρτί. Και μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η ρωμαλέα διανόηση του Ζαχαριάδη, γονιμοποιημένη με την τέλεια γνώση της μεθοδολογίας των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, έδωσε έργο μνημειακό.

Η βαθειά, αναλυτική δύναμη και η σπάνια συνθετική ικανότητα της σκέψης του, ταιριασμένες σε μεθοδική αρχιτεκτονική ταξινόμηση, η πυκνότητα και διαύγεια σε νοήματα, η ζωντάνια, η δύναμη, η παραστατικότητα και η ακριβολογία σε έκφραση, κάνουν τή μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη κλασικό δημιούργημα για τη νεοελληνική διανόηση.
Ο Ζαχαριάδης είδε, μορφοποίησε και ζωντάνεψε τον αληθινό Παλαμά γιατί ήταν ο ίδιος αγωνιστής και αρχηγός του ελληνικού λαού. Κλείνει τη μελέτη του με την κραυγή ότι «έχουμε πίστη και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και ολοκληρωμένο κοινωνικό άλμα. Στη χώρα μας έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες γι' αποφασιστικές μεταβολές που, συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια λαϊκή Ελλάδα, πλούσια, δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη...» Ο ίδιος ο φυλακισμένος Ζαχαριάδης ήταν και εξακολουθεί νάναι το ζωντανό, το δραματικόσύμβολο της ανίκητης δύναμης του ελληνικού λαού, πούναι σκλαβωμένος μα αντιπαλεύει και καταχτάει τη νίκη και τη ζωή. Και είναι ευτύχημα και για τον Παλαμά και για τον αγώνα του λαού ότι ο Ζαχαριάδης εμφάνισε το μεγάλο, τον αληθινό ποιητή.

Ο Παλαμάς πέθανε και ο Ζαχαριάδης μένει ακόμα δεσμώτης του φασισμού παραδομένος σ' αυτόνε απ' το Γλύξμπουργκ. Μα ο ελληνικός λαός μετατρέπει σε ζωντανή πραγματικότητα το αθάνατο, το φλογερό κήρυγμα του Παλαμά, την πίστη και τις προοπτικές του Ζαχαριάδη. Οι εργάτες, οι αγρότες, όλο το εργαζόμενο έθνος, με τ' άρματα στο χέρι, δίνουν την ιστορική λύση στο μεγάλο νεοελληνικό πρόβλημα, τη λύση που ονειροπόλησε και τραγούδησε με πάθος ο Παλαμάς, τη λύση που χάραξε ο Ζαχαριάδης. Χτες ακόμα το Εθνικό Συμβούλιο καθιέρωσε τη λαοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας και έβανε τα πρώτα της βάθρα: την αυτοδιοίκηση, τη λαϊκή δικαιοσύνη, τη γλώσσα του λαού, την ισοπολιτεία των φύλων, τις λαϊκές ελευθερίες, το λαϊκό στρατό κλπ. Τα θεμελίωσε στο αίμα καιστο μεγάλο απελευθερωτικόν αγώνα του λαού, που αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό, το υπέρτατο καθήκον της στιγμής. Σ' αυτόν τον εθνικοαπελευθερωτικό και λαοαπελευθερωτικόν αγώνα η μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη δίνει ένα καινούριο πολύτιμο όπλο. Προσθέτει έναν καινούργιο γίγαντα πολεμιστή στις γραμμές μας, τον ποιητή Παλαμά.

31 του Μάη 1944
Γ. ΖΕΒΓΟΣ

---


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Η σημερινή επίσημη Ελλάδα αποφάσισε να στήσει την προτομή του Παλαμά στον Εθνικό Κήπο. Έτσι φτηνά και εύκολα πάνε να ξοφλήσουν με τον ποιητή, που η δημιουργία του στο πιο βαθύ και πιο πραγματικό νόημα της τόσο τους είναι ξένη και τόσο τη φοβούνται.
Όποιος έχει λίγο-πολύ γερό μάτι δε δυσκολεύεται διόλου να ξεδιαλύνει τους πραγματικούς σκοπούς της «χειρονομίας της προτομής». Η αντίδραση βιάζεται μια ώρα αρχύτερα να ξεφορτωθεί τον Παλαμά, να τον χώσει ζωντανό στον τάφο, να γλυτώσει απ' το βραχνά του.

Είναι άραγε αληθινά όλ' αυτά; Γιατί η πολυπρόσωπη ελληνική αντίδραση, επίσημη και ανεπίσημη, ν' αντιπαθάει τον Παλαμά και να τον φοβάται, που, μολαταύτα, τόσο τον «ετίμησε» και τον «δοξάζει»;
Το πρώτο που θάχε κανένας να πει είναι ότι τέτοια επιβλητικότητα και τέτοιος όγκος, μια τόσο μεγάλη ποιητική δόξα, δύσκολο είναι να μην τιμηθεί και να μη δοξασθεί κατά έναν όποιον τρόπο. Ώστε οι τιμές και οι δόξες, που γίνονται στον Παλαμά, είναι αναγκαστικές και υποχρεωτικές, γιατί δε μπορούσε να γίνει και αλλοιώτικα. Ούτε και ουσιαστικά πρόσθεσαν τίποτα στο μεγαλείο του ποιητή. Το δεύτερο είναι πως όλες αυτές οι «τιμές» και «δόξες» και η βιαστική «χειρονομία της προτομής», κρύβουνε μια μεγάλη δόση υστεροβουλίας. Με το γιορταστικό κάθε φορά ντόρο γίνεται προσπάθεια να χαντακωθεί η ουσία, το βαθύ και πραγματικό νόημα της παλαμικής δημιουργίας. Δε θέλουνε ν' αποκαλύψουνε στα πιο πλατειά λαϊκά στρώματα το αληθινό περιεχόμενο του παλαμικού έργου, γιατί ένα τέτοιο πράμα δε συμφέρει στην πολυκέφαλη και ποικιλόμορφη αντίδραση.

Η μοναδική άξια για τον Παλαμά τιμή θα ήταν, κοντά στ' άλλα, και η κρατική έκδοση των απάντων του σε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και η πιο πλατειά εκλαΐκευση, με όλα τα μέσα, του έργου του. Αυτό το προτείνουμε εμείς, που όμως έχουμε τις πιο μεγάλες ουσιαστικές και βάσιμες αντιρρήσεις για ορισμένες πλευρές του έργου του. Αυτό δείχνει ότι, παρ' όλες τις επιφυλάξεις μας, νοιώθουμε πραγματικά το παλαμικό έργο και δεν το φοβόμαστε διόλου. Τις αρνητικές πλευρές του τις ξεπερνάμε κριτικά-δημιουργικά. Ενώ η πολυπρόσωπη αντίδραση μια τέτοια πρόταση ούτε και να την ακούσει θέλει, γιατί μοναδική της έγνοια είναι ν' αποκλείσει τον Παλαμά απ' τα πλατειά στρώματα του εργαζόμενου έθνους και να ξοφλήσει μαζύ του με μερικές ρηχές φιέστες και παράτες φτηνές. Οι αλήθειες, που ξεπηδάν λαμπρές και κοφτερές από το καλύτερο μέρος του έργου του ποιητή, δεν πρέπει να φτάσουν στ' αυτιά του λαού. Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή καθορίζει τις σχέσεις της κάθε λογής αντίδρασης απέναντι στον Παλαμά.

Πούθε βγαίνει μια τόσο κατηγορηματική διαβεβαίωση και τόσο βαρειά κατηγορία; Από το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι μέχρι σήμερα η επίσημη και ανεπίσημη αντίδραση από το έργο του Παλαμά αγνόησε κάθετι που αναφέρεται στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, στην αρνητική και κριτική του θέση απέναντι στην αρχαιοελληνική εξέλιξη και κατάντια, στους οραματισμούς του για το παραπέρα ξετύλιγμα, όχι μονάχα του λαού μας μα και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Αυτά τα επίκαιρα και ζωντανά προβλήματα, που το ειδικό τους βάρος είναι αυτό που κυριαρχεί και επιβάλλεται στην όλη παλαμική δημιουργία, και που ο ποιητής τα αντιμετωπίζει με λύσεις, που ξεφεύγουν τα πλαίσια της αντίδρασης, που έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με τις επίσημες αντιδραστικές ερμηνείες και που ανταποκρίνονται απόλυτα στα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου έθνους και του τόπου μας, τα προβλήματα αυτά η κάθε λογής αντίδραση τ' αποσιωπάει, τα εξοστρακίζει από την επίσημη «ακαδημαϊκή» ανάλυση και «διαφώτιση» της παλαμικής εργασίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Παλαμάς δεν κατηγορήθηκε για πρωτοπόρος, νεωτεριστής, «μαλλιαρός» κλπ. Τον ποιητή τόνε «κατηγόρησαν» με όλ' αυτά και άλλα ακόμα. Μα και στις «κατηγορίες» αυτές ξεκαθαρίζουμε μια καλομελετημένη σκοπιμότητα, που αποβλέπει σε άλλους αντικειμενικούς σκοπούς.

Όλη η φωτιά, όλα τα χτυπήματα, ενάντια στον πρωτοπόρο και νεωτεριστή Παλαμά συγκεντρώνονται στο ζήτημα της γλώσσας. Πάνε ν' αποδείξουν ότι αν ο Παλαμάς πρωτοπορεί και νεωτερίζει, αυτά αναφέρονται μονάχα στα ζητήματα της γλώσσας" και πάνε έτσι ν' αποσιωπήσουν και να μας κρύψουν τον πραγματικό πρωτοπόρο Παλαμά, τον κοινωνικό πρωτεργάτη και λαϊκό διαφωτιστή, που η αντιμετώπιση του "ανοιχτά και παλληκαρίσια είναι πολύ πιο δύσκολη, ακατόρθωτη κι επικίνδυνη. Εδώ φτάσαμε σ' ένα ζήτημα που έχει πλατύτερη και γενικώτερη σημασία, γι' αυτό και χρειάζεται πιο συστηματική ανάλυση και φώτισμα.
Ποιο είναι το μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης - πρώτ' απ' όλα, φυσικά, αυτό αναφέρεται στην κάθε λογής φιλολογία - στο στρατόπεδο της αντίδρασης, της καθυστέρησης, της πισοδρόμησης, είτε στην προοδευτική πτέρυγα; Το κριτήριο της γλώσσας. Αν χρησιμοποιείς την καθαρεύουσα δεν είσαι προοδευτικός. Και τ' αντίθετο αν μεταχειρίζεσαι τη δημοτική (*). Ο ίδιος ο Παλαμάς καθιέρωσε πιο συγκεκριμένα το χωρισμό αυτό, χατατά-σοντας τους τεχνίτες του λόγου σε δυο κύριες σχολές: στη

(*) Η φράση αυτή στους «Πρωτοπόρους» (τεύχ. 3, Οχτώβρης 1948), δημοσιεύτηκε έτσι: «Ποιο είναι το μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της ελληνικής διανόησης -αυτής κυρίως που φιλοσοφεί-είτε στο στρατόπεδο της αντίδρασης, είτε στο στρατόπεδο της προόδου; Το κριτήριο της Γλώσσας. Όποιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα δεν είναι προοδευτικός κι αντίθετα όποιος χρησιμοποιεί τη δημοτική.» (Σημ. εκδ.).
«Σχολή των Αθηνών» με τους καθαρευουσιάνους και στη «Σχολή της Εφτανήσου» με τους δημοτικιστές. Είναι όμως σωστό είτε αρκετό το γλωσσικό κριτήριο για τον αντιδραστικό ή τον προοδευτικό χαρακτηρισμό και την τοποθέτηση της νεοελληνικής διανόησης;
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως το γλωσσικό κριτήριο είναι από τα πιο σπουδαία. Το ίδιο όμως δεν χωράει καμία αμφιβολία πως αυτό δεν είναι το βασικό, το πρωταρχικό, το αποφασιστικό. Η εκατοντάχρονη - για να μιλήσουμε μονάχα για τα χρόνια της ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους - ακούραστη προσπάθεια της αντίδρασης να πνίξει τη δημοτική και ν' αφαιρέσει από το λαό ένα από τα πιο γερά όπλα του - δίχως καμιά υπερβολή θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε το πιο γερό όπλο του - τη ζωντανή γλώσσα του, δείχνει κατακάθαρα κι αναμφισβήτητα τις σκοτεινές της επιδιώξεις, που απόβλε-παν στο να ξεκόψει όλους τους δρόμους της νεοελληνικής λαϊκής προόδου και ανάπτυξης για να κρατηθεί ο λαός αλυσσο-δεμένος στο νεκρό και στείρο παρελθόν και σκλάβος στη διάθεση των εκμεταλλευτών του.(**)

Και μονάχα η συμπεριφορά προς τη δημοτική γλώσσα και τη δημοτική ποίηση παραφτάνει για να καταδικάσει τελειωτικά τον κοτζαμπασισμό, λογιωτατισμό και όλη την πλουτοκρα-τική αντίδραση, σαν τους βασικούς δημιουργούς της κατάπτωσης όπου σήμερα βρισκόμαστε. Η καθαρεύουσα αποτέλεσε κι αποτελεί ένα από τα πιο γερά φρένα, που απαγορεύουν (*) την πρόοδο στον τόπο μας.
Από τα πιο πάνω βγαίνει μονάχο του το συμπέρασμα, πως
(**) Στο κείμενο των «Πρωτοπόρων» ακολουθεί η παρακάτω φράση: «Η νεοελληνική αντίδραση έχει και θα έχει, όσο θα υπάρχει, να επιδείχνει για αθάνατες περγαμηνές της και σαν αξίωση για να περάσει στην αιωνιότητα, τ' αρβανίτικα τον Μενιδίου και τα σαρακατσανέικα της Θεσσαλίας, που και σήμερα ακόμη μιλιούνται από τα ελληνόπουλα». (Σημ. εκδ.).
(*) Αντί απαγορεύουν στους «Πρωτ.» τυπώνεται: εμποδίζουν (Σημ. εκδ.).
όποιος πολέμησε την καθαρεύουσα και πάλεψε για τη δημοτική, αυτοδίκαια και αυτόματα καταχωρείται στη φάλαγγα των προοδευτικών.
Η αλήθεια είναι, ότι για ένα αρκετά μακρό χρονικό διάστημα, ο αγώνας για κάθε πρόοδο στον τόπο μας συνταυτιζότανε από πολλούς, σχεδόν απόλυτα, με τον αγώνα για τη δημοτική και ότι για ορισμένα χρόνια κάθε προοδευτική κίνηση τοποθετιότανε, γιατί τόβρισκε πιο βολικό, μέσα στις συνθήκες της πλουτοκρατικής φαυλοκρατίας, κάτω από τη σημαία της πάλης για τη δημοτική. Αυτό ούτε παλιά ήτανε σωστό, ούτε, πολύ περισσότερο, σήμερα.

Είναι αδύνατο, στηριγμένοι μονάχα στο γλωσσικό παράγοντα, να δώσουμε σωστή ανάλυση κι εξήγηση στο κοινωνικό νεοελληνικό ξετύλιγμα. Ένα τέτοιο πράμα θα μας έφερνε σε μια παραμόρφωση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, της αληθινής μας ιστορίας.
Δε θέλω να μικρύνω τη σημασία, που έχει για τον ελληνικό λαό το γλωσσικό ζήτημα.
Και πάλι, εκείνο που έχει εδώ κυριαρχική σημασία δεν είναι η γλώσσα αυτή καθεαυτή, μα τα συμφέροντα που εξυπηρετεί: αν είναι όργανο διαφώτισης και προόδου ή πισθοδρόμησης για ένα λαό και έναν τόπο. Και φυσικά, μόνο μια γλώσσα πούναι ζυμωμένη με το λαό, που έχει βγει από τα σπλάχνα του και του είναι εύκολη, κατανοητή, μητρική, μονάχα μια τέτοια γλώσσα μπορεί να τον εξυπηρετήσει και να τον βοηθήσει στην ανάπτυξη του. Ώστε το γλωσσικό μας ζήτημα δεν είναι στενά τεχνικό, μα κοινωνικό, ή καλύτερα, ένα κομμάτι του όλου νεοελληνικού κοινωνικού προβλήματος. Και το γεγονός ότι ως τα τώρα δεν μπορέσαμε να λύσουμε το ζήτημα αυτό δεν είναι τυχαίο και δευτερεύον, μα φανερώνει όλη την οργανική αρρώστια και ελαττωματικότητα της λειτουργίας της νεοελληνικής κοινωνικής μηχανής με τη σημερινή της σύνθεση και συγκρότηση.
Το γλωσσικό ζήτημα δεν το δημιούργησε ούτε το εφεύρηκε κανένας. Ξεπροβάλλει ζωντανό και απαιτητικό μεσ' απ' όλη την εκατόχρονη εξέλιξη μας και ζητάει τη λύση του σαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είναι αδιατάραχτα (**) δεμένο μ' αυτή την ύπαρξη, την κοινωνική κατάσταση και την πιο πέρα κοινωνική πορεία του λαού και της χώρας μας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, όπως έχουν τα πράγματα, το γλωσσικό ζήτημα δεν αποτελεί παρά μια μονάχα πλευρά από το όλο κοινωνικό μας πρόβλημα. Έτσι γίνεται ολοφάνερο πως αλλού πρέπει να ψάξουμε να βρούμε το βασικό κριτήριο για την τέτοια είτε αλλιώτικη ιδεολογική κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης, μια και το γλωσσικό δεν είναι παρά δευτερεύον και παράγωγο. Εδώ δεν κρίνουν ούτε μονάχες, ούτε πριν απ' όλα, οι γλωσσικές πεποιθήσεις του κάθε Έλληνα διανοούμενου - μια και γι' αυτούς γίνεται εδώ ειδικά λόγος - μα η θέση που παίρνει καθένας απέναντι στο όλο κοινωνικό νεοελληνικό πρόβλημα.

Κατά συνέπεια, εκείνο που τοποθετεί τη διανόηση μας δεξιά είτε αριστερά, είναι η θέση που παίρνει απέναντι στα θεμελιώδη προβλήματα του τόπου από την πλευρά της αποκλειστικής εξυπηρέτησης του εργαζόμενου λαού, είτε ενάντια στα συμφέροντα του.
Ποια γραμμή κράτησαν οι διανοούμενοι μας εδώ κι εκατό χρόνια, ποιο δρόμο ακολούθησαν για την ιδεολογική κατάρτιση και διαφώτιση των μαζών, για την απαλλαγή τους από τ' αγκάλιασμα ουτοπικών θεωριών, των σοβινιστικών και καταστροφικών κηρυγμάτων της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας, όπως η «Μεγάλη Ιδέα» π.χ., ή για τον προσανατολισμό τους προς τα πραγματικά λαϊκά, τα δημοκρατικά-λαοκρατικά ιδανικά, τα μόνα που περικλείνουν όλες τις σοβαρές και σταθερές δυνατότητες για το οριστικό μπάσιμό μας στο δρόμο της ευημερίας, της μεγαλουργίας και του πολιτισμού, για τη δημιουργία των προϋποθέσεων, που θα εξασφαλίσουν την τελειωτική κοινωνική απολύτρωση και αποκατάσταση του εργαζόμενου νεοελληνικού έθνους;

(*) Στους «Πρωτ.» τυπώνεται: σφιχτά δεμένο (Σημ. εκδ.).
Παλαμάς ΚωστήςΑπό τα 1821 κι εδώ, τόσες μπόρες, καταδρομές και δοκιμασίες περάσαμε, κι απάνω στην πείρα αυτή μπορούμε να εξελέγξουμε την αξία και τη σταθερότητα όλων των κηρυγμάτων, που μας ξεφούρνισε η αντίδραση, όλη την αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της, που στα εκατό χρόνια της ύπαρξης του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους κυριάρχησε μονοπωλιακά σχεδόν πάνω στο έθνος.
Μπορεί οι παλιότεροι νάχουν το «δικαιολογητικό» ότι δεν μπόρεσαν πραχτικά, ολοκληρωτικά να δοκιμάσουν την αξία της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας. Τέτοιες όμως δικαιολογίες για τη νεοελληνική διανόηση των τελευταίων πενήντα-εξήντα χρόνων δεν έχουν καμιά πέραση γιατί τσακίζονται πάνω στην συντριπτική αποκάλυψη πρώτ' απ' όλα του 1897-98.

Η νεοελληνική διανόηση που θέλει νάναι και που, από μιαν ορισμένη άποψη, καλά είτε κακά, ήταν και είναι ο ιδεολογικός καθοδηγητής πλατειών λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να μείνει έξω από τα γεγονότα, που σαν έθνος ζήσαμε τα τελευταία χρόνια^, δεν μπορεί να τ' αγνοεί, να κάνει τον κουφό, να τα προσπερνάει είτε να τα στενεύει και να τα περιορίζει μονάχα στο γλωσσικό ζήτημα. Έπρεπε και πρέπει να ξεκαθαρίσει ή θέση της τόσο απέναντι σ' αυτά τα γεγονότα, όσο κι απέναντι στην αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της, που τα θεμελίωνε και τα πλαισίωνε θεωρητικά. Έπρεπε και πρέπει να βγάλει τα στέρεα συμπεράσματα της, να συνοψίσει τα διδάγματα των γεγονότων αυτών, να δείξει την καινούρια θέση και την καινούρια προοπτική στο παραπέρα νεοελληνικό ξετύλιγμα. Έπρεπε και πρέπει, ύστερ' απ' όσα ζήσαμε και πάθαμε, σταράτα και λαμπικαρισμένα να πει με ποιόν είναι, με την πλουτοκρατία ή με το εργαζόμενο έθνος;
Μήπως νομίζουμε ότι ένας άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός ηγέτης ενός λαού κι ενός τόπου, μπορεί να περνά αδιάφορος μπροστά από τη ζωή, τα έργα και τα παθήματα του λαού και του τόπου αυτού; Δηλαδή, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, επιτρέπεται σ' ένα νεοέλληνα διανοούμενο, που έχει αξίωση πνευματικού καθοδηγητή, ν' αγνοήσει έτσι ή αλλοιώς στο έργο του, τέτοια λ.χ. γεγονότα, όπως ο 1897-98, το 1922, είτε ολόκληρη τη μεταπολεμική μας σταδιοδρομία και εξέλιξη;
Η υποχρέωση αυτή της νεοελληνικής διανόησης είναι ιερή και απαραβίαστη(*) - άσχετα αν οι πρωτοπόρες κοινωνικές μας τάξεις θεωρητικά τάχουν κιόλας ξεκαθαρίσει βασικά, τελειωτικά, τα ζητήματα αυτά και παλεύουν από πολλά χρόνια για να τα λύσουν και πραχτικά - αν θέλει να μη μείνει στην ουρά, σερνάμενο της κοινωνικής μας εξέλιξης, αν θέλει να μην αποξενωθεί από το λαό και να μη στιγματιστεί σαν όργανο των εχθρών του.
Να, ποιο είναι το μοναδικό κριτήριο για την τέτοια ή αλλοιώτικη ιδεολογική κατάταξη των διανοουμένων μας! Να, ποιο είναι το αποκλειστικό κόσκινο, απ' όπου πρέπει να περάσει η νεοελληνική διανόηση!

Είναι πολλοί αυτοί που θ' αντέξουν σε μια τέτοια δοκιμασία και στην περίπτωση ακόμα που έχουν ευνοϊκό για τον εαυτό τους το γλωσσικό παράγοντα;
Είναι πολλοί και πολλοί οι νεοέλληνες καλαμαράδες, παλιοί και καινούριοι, που κρίνοντας τον εαυτό τους χρησιμοποιούν μεζούρες από γίγαντες. Είναι όμως γνωστό πως η ιδέα που έχει καθένας για τον εαυτό του δεν έχει και πολλή αξία αν δε στηρίζεται και στη γνώμη των άλλων, στη γενικώτερη κάθε φορά κρίση που σχηματίζεται απ' τον υπολογισμό των συγκεκριμένων και θετικών για τον καθένα δεδομένων.
Σκοπό μας εδώ βάλαμε να κρίνουμε τον Παλαμά σαν μια κοινωνική δύναμη με βάση όχι το στενό γλωσσικό, μα το μόνο σωστό πλατύ κοινωνικό κριτήριο. Επειδή όμως το θέμα επε-χτάθηκε αναγκαστικά στο σύνολο της νεοελληνικής διανόησης, για νάναι τα συμπεράσματα μας πιο σταθερά και θετικά, θα το βασίσουμε πάνω στη σύντομη κριτική σκιαγράφηση του
(*) Στο κείμενο των «Πρωτ.» δεν υπάρχει το: «και απαραβίαστη» (Σημ. εκδ.).
έργου και άλλων τριών νεοελλήνων διανοουμένων απ' τους πιο χαρακτηριστικούς - του Λασκαράτου, του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη - που ο καθένας τους, από τη μια πλευρά είτε οπό την άλλη, υψώθηκαν σε πνευματικές κορυφές του τόπου μας. Έτσι η συγκριτική αυτή αντιπαράθεση θα επιτρέψει το καταστάλαγμα σε πιο βασικά εξαγόμενα.
Λασκαράτος, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης και Παλαμάς είναι τέσσερες αδροί εκπρόσωποι της νεοελληνικής διανόησης, με ατομική ο καθένας τους πρωτοτυπία, πρωτοβουλία και δημιουργικότητα. Αν τους κατατάξουμε με βάση το γλωωσικό κριτήριο, θα δούμε πως οι δυό, Ροΐδης και Παπαδιαμάντης, ανήκουν στη Σχολή των Αθηνών και οι άλλοι δυο στη Σχολή της Εφτανήσου. Ακόμη μια ορισμένη φήμη το Ροΐδη και το Λασκαράτο τους φέρνει και σαν «τολμηρούς μεταρρυθμιστές». Έτσι, το υλικό που έχουμε είναι το πιο πλούσιο και το πιο κατάλληλο.

Το πρόβλημα μας είναι τούτο δω: Με βάση τα συγκεκριμένα έργα του καθένα, ποιος απ' τους τέσσερις χαρακτηριστικούς αυτούς εκπρόσωπους της νεοελληνικής διανόησης αξίζει πραγματικά τον τίτλο του κοινωνικού πρωτοπόρου; Δηλαδή ποιος πραγματικά ένοιωσε, έζησε και έκφρασε στο έργο του τα μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου και πάσχισε είτε συνετέλεσε κι ο ίδιος για την ευνοϊκή υπέρ του λαού λύση «ους; Ποιος στάθηκε στο πλευρό του ενάντια στους κάθε λογής εχθρούς του; (*)
Ας αρχίσουμε από το Λασκαράτο.
Δημοτικιστής, φυσικά, έγινε γνωστός κατά κύριο λόγο γιατί Καυτηρίασε και ξεσκέπασε πολλά από τα όργια της παπαδοκρατίας. Γι' αυτό και τούτη δω τον αφόρισε για να τον εκδικηθεί. Αυτά τα λίγα είναι γνωστά στον πολύ κόσμο (και πρώτ' «π' όλα φυσικά στην πατρίδα του, την Κεφαλωνιά) για το Λα-
(*) Η τελευταία φράση προστέθηκε από το κείμενο των «Πρωτοπ.» (Σημ.)
σκαράτο, μαζύ μ' ένα σωρό ανέκδοτα του, που φανερώνουν ένα πνεύμα έξυπνο και τσουχτερό. Μια όμως πιο βαθειά μελέτη του έργου του θα μας δώσει κάποια ολότελα διαφορετική εικόνα.
Στην πραγματικότητα ο Λασκαράτος δεν είναι παρά ένας ουτοπιστής ιδεαλιστής, που πιστεύει πως όλα τα κακά της κοινωνίας μπορεί να τα διορθώσει το καλό νοικοκυριό, η ατομική του κάθε ανθρώπου βελτίωση δια μέσου της μόρφωσης και το διόρθωμα των στραβοπατημάτων των παπάδων, που χαλάν την αληθινή του Χριστού θρησκεία! Πιστεύει ακόμα ο Λασκαράτος, ότι από τον όχλο (λαό) δεν μπορεί να ρθεί τίποτα το καλό και ότι είναι φυσικό πράμα οι λίγοι, οι εκλεχτοί, να διευθύνουν και να καλοπερνούν, ενώ ο όχλος να δουλεύει.

Ο Λασκαράτος αγνοεί τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του τόπου του στην εποχή της αγγλοκρατίας και του «λίμπρο ντ' όρο» (το «χρυσό βιβλίο» της φεουδαρχικής εφτανησιώτικης αριστοκρατίας). Σκυλοβρίζει τους χωριάτες γιατί ξεσηκώνονται ενάντια στην τσιφλικάδικη καταλήστεψη και την τοκογλυφική απογύμνωση. Είναι υπέρ της διατήρησης των τσιφλικάδικων προνομίων και υπέρ της συνέχισης της αγγλικής «προστασίας» (κατοχής), τη στιγμή που όλος ο λαός θέλει την ένωση με την Ελλάδα. Την τέτοια θέση του απέναντι στην Αγγλία τη δικαιολογεί με τη θεωρία του «φιλοεθνισμού»!.. Δεν πρέπει νάμαστε στενά εθνικόφρονες και να ζητάμε την ένωση, μα έχοντας το πλατύ «φιλοεθνικό» πνεύμα θα πρέπει να προτιμάμε την εγγλέζικη «προστασία»... Στους τοπικούς πολιτικούς αγώνες, τον καιρό της αγγλοκρατίας, ο Λασκαράτος πολέμησε λυσσασμένα κι απόλυτα τους «δημαγωγούς», όπως έλεγε τους ριζοσπάστες, το αντιαριστοκρατικό, λαϊκό και ενωτικό τότε κόμμα, χωρίς να διστάζει να συνεργάζεται για το σκοπόν αυτό με τους «καταχθόνιους», όπως έλεγε ο λαός το αριστοκρατικό-πλουτοκρατικό και αγγλόδουλο κόμμα.

Ένας μικροαστός ουτοπιστής και ιδεαλιστής και στην πραγματικότητα αντιδραστικός, που τελειωτικά συμβίβασε και τις διαφορές του με την ορθόδοξη Εκκλησία, τέτοιος είναι Ο αληθινός Λασκαράτος. Κάτω από ένα άλλο κριτήριο θα πέρναγε για προοδευτικός, για τολμηρός μεταρρυθμιστής, που καταδιώχτηκε και υπόφερε. Περνώντας τον κάτω από το κοινωνικό κριτήριο, αποκαλύπτουμε την αντιδραστική κοινωνική του φύση και δουλειά. Το συμπέρασμα μας πρέπει νάναι ότι, παρά ορισμένες απατηλές ενδείξεις που συμπεριλαμβάνουν και το γλωσσικό γνώρισμα, σε καμμιά περίπτωση το Λασκαράτο δεν επιτρέπεται να τον παραδεχτούμε για κοινωνικό πρωτοπόρο και αναμορφωτή.
Μια σχεδόν ανάλογη εικόνα μας παρουσιάζει και ο Ροίδης, της «Σχολής Αθηνών» αυτός, που με την «Πάπισσα Ιωάννα» «η> κυρίως, απόχτησε τη φήμη του κοινωνικού μεταρρυθμιστή.

Πνεύμα οξύ και σατυρικό κι αυτός, όπως και ο Λασκαράτος, ούτε σαν λίγο-πολύ συνεπής προοδευτικός αστός διανοούμενος μπορεί να θεωρηθεί. Η «προοδευτική» δράση του περιορίζεται και στρέφεται κυρίως κατά του κλήρου, περισσότερο, φυσικά, του καθολικού και λιγότερο του ορθόδοξου, που διαστρεβλώνει, κατά το Ροίδη, την πραγματική χριστιανική θρησκεία. Σ' αυτή πιστεύει αυτός. Τον «όχλο» δεν τον θεωρεί ικανό για τίποτα το καλό, που μονάχα τ' ανώτερα πνεύμα-τα μπορούν να το πραγματοποιήσουν. Μισεί θανάσιμα τους σοσιαλιστές και τους αριστερούς δημοκράτες. Δεν θέλει ν' ακούσει για τη «δημαγωγία» της λαϊκής εκπροσώπησης. Είναι, θα λέγαμε σήμερα, οπαδός της δικτατορίας, φυσικά, της αντίδρασης. Το έργο του είναι όλο άρνηση μικροαστική, χωρίς να παρουσιάζει λίγο πολύ ολοκληρωμένη κοινωνική θέση. Οι θρησκευτικές ιστορικές μελέτες του τούτη την «πρωτοτυπία» παρουσιάζουν: ότι διαστρεβλώνουν κατάφωρα την πραγματικότητα, την ιστορικήν αλήθεια.
Ο Ροΐδης, που τόσο περιφρονούσε τον «όχλο», ήξερε ν' απευθύνεται στον ίδιο το βασιλιά ζητώντας ρουσφέτια. Ενώ ο Λασκαράτος είχε κάτι αγροκτήματα, που τα νοίκιαζε στους αγρότες, ο Ροΐδης έπαιζε γερά στο χρηματιστήριο, όπου και έχασε στα τελευταία ολόκληρη την όχι μικρή περιουσία του.

Είναι ολοφάνερο ότι ούτε ο κοινωνικά στείρος Ροΐδης μπορεί να θεωρηθεί σαν διανοούμενος πρωτοπόρος, φίλος και συναγωνιστής του λαού.
Ο Παπαδιαμάντης, της «Σχολής των γραμμάτων» κι αυτός, είναι μια κορυφή στα νεοελληνικά γράμματα. Η φιλολογική του αξία είναι αναμφισβήτητη, αν και η καθαρεύουσα τον ζημιώνει εξαιρετικά. Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον νεοέλληνα τεχνίτη του πεζού λόγου, περιέγραψε με μιαν εξαιρετική δύναμη και ζωντάνια την ελληνική ζωή, τα ήθη και έθιμα, πρώτ' απ' όλα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το έργο του είναι δεμένο με τη ζωή του λαού, με τις καθημερινές μικροέγνοιες και μικροφροντίδες του. Μα αυτό είναι όλο. Παραπέρα ο Παπαδιαμάντης δεν προχωρεί. Η γλώσσα του τον κρατάει μακρυά από τη λαϊκή μάζα, που θα μπορούσε να τόνε νοιώσει και να τον εχτιμήσει. Η σκέψη του δεν ξεκολά από τη γύρω του καθυστέρηση, δεν κονιέται, δεν προχωρεί και είναι βαθειά επηρεασμένη απ' το θρησκευτικό μυστικισμό.

Ο ρεαλιστής Παπαδιαμάντης συμβιβάζεται με τη νεοελληνική πισοδρόμηση, γίνεται ο τραγουδιστής της. Πίσω απ' την καθημερινή λαϊκή ζωή και φτώχεια δεν αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά προβλήματα, που την ανησυχούν και τηνε δέρνουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Έτσι, γερός αυτός τεχνίτης του πεζού λόγου, δε γίνεται τίποτε άλλο απ' αυτό. Αυτού σταματά. Με τη δύναμη της πέννας του δεν εμπνέει ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν καθοδηγεί. Φυσικά, αν ήταν τέτοιος θα φρόντιζε πρώτ' απ' όλα να διορθώσει τη γλώσσα του. Έτσι μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δύο πρώτους, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν. Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του.

Μένει ο Παλαμάς. Ακούραστος και πρωτοπόρος αγωνιστής για τη δημοτική, για τη γλώσσα του λαού. Μα αυτό, όπως είπαμε δεν φτάνει. Και πραγματικά, αυτό δε λέει τίποτα ή καλύτερα σχεδόν τίποτα, για το κύριο παλαμικό έργο. Σαν τεχνίτης είναι ο πιο μεγάλος από τους σύγχρονους, αν όχι απ' όλους τους νεοέλληνες ποιητές. Μα και αυτό δε φτάνει.
Μπορεί ο Παλαμάς να μην έκφρασε πάντα σωστά τα πραγματικά του τόπου και του λαού συμφέροντα. Είναι ακόμα αλήθεια, ότι πολλές φορές έκανε το αντίθετο και γίνηκε φορέας των σωβινιστικών ιδεών και θεωριών. Όμως, παρ' όλα αυτά, στο πιο σημαντικό και βαθύ σε περιεχόμενο μέρος του έργου του, στάθηκε ένας πρωτοπόρος λαϊκός εμψυχωτής, που έσπασε αντιδραστικά δεσμά και προλήψεις και φτερούγισε προς πιο πλατειούς λαϊκούς και πανανθρώπινους ορίζοντες. Ο Παλαμάς με το νυστέρι της μεγάλης τέχνης του και της καθάριας σκέψης του, χάραξε καινούριους δρόμους στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα, δρόμους προόδου, πολιτισμού και λαϊκής αποκατάστασης και ευημερίας. Οι λεπτομέρειες εδώ δε χρειάζονται, γιατί η παρακάτω μελέτη αυτό κυρίως πάει ν' αποδείξει, αναπτύσσοντας το θέμα της σ' άμεση επαφή και σχέση με την τορινή νεοελληνική πραγματικότητα.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι απ' τους τέσσερις χαρακτηριστικούς αντιπρόσωπους της νεοελληνικής διανόησης, μονάχα ο Παλαμάς άνθεξε στο λαϊκό-κοινωνικό κριτήριο. Οι τρεις άλλοι και απ' αυτούς οι δυο με δημιουργημένη κοινωνική φήμη, πέσανε. Αυτό δείχνει την τεράστια επίδραση και την αποκλειστική σχεδόν κυριαρχία της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας της «Μεγάλης Ιδέας» πάνω στη διανόηση αυτή, που την κρατάει τόσο πολύ δεμένη με την αντίδραση. Η διαπίστωση αυτή μας επιβάλλει μεγάλη προσοχή και επαγρύπνηση στη μελέτη όλης της νεοελληνικής φιλολογίας σ' όλους τους κλάδους της, μα και για να καθαρίσουμε, όσο μπορούμε και περνά απ' το χέρι μας, την πνευματική τροφή του λαού από τα βλαβερά και σκάρτα, από τις ξένες και εχθρικές επιδράσεις.

Γιατί δε μιλάμε για τη σημερινή, τη μεταπολεμική, νεοελληνική διανόηση;
Γιατί, αν ξεχωρίσουμε απ' αυτή την οπωσδήποτε ξεκαθαρισμένη, με αριστερές τάσεις, που κι αυτή σε πολλά ακόμα ξένο-φέρνει και δεν έχει βρει για καλά το λαϊκό παλμό, καθώς και μερικές μονάδες (όπως λ.χ. ο Δημοσθένης Βουτυράς), η ρέστη φέρνει βαθειά κι άσβυστη την κλασσική αστοτσιφλικάδικη σφραγίδα: άρνηση και άγνοια της νεοελληνικής λαϊκής ζωντάνιας, δύναμης και δυστυχίας, έλλειψη προοπτικής, πνοής, ορμής, ακαδημαϊκή μπορντελοποίηση, αποπνιχτική στενότητα και στενοκεφαλιά και καταθλιπτική και απαίσια ξένη μίμηση. Είναι «η φιλολογία» της κατάπτωσης, της στειρότητας, της σαπίλας. Τίποτ' άλλο δε μπορεί να πει κανένας για δαύτην. Υπάρχουν ακόμη και οι «νέοι». Μα αυτοί δε μας έδειξαν ακόμα καθαρά το κοινωνικό τους πρόσωπο χωρίς και να δικαιολογείται αυτή τους η καθυστέρηση.

Φυσικά, προσπάθειες εξυγίανσης γίνονται πολλές και στην πρωτεύουσα και στην επαρχία. Χρειάζονται συνένωση, μα και ξεκαθάρισμα. Και δω λοιπόν η ενότητα των αντιθέσεων, που κινεί προς τα μπρος. Συνένωση όλων, που θα συμφωνήσουν στη βασική κατευθυντήρια γραμμή: στενό δέσιμο με το εργαζόμενο έθνος, τον τόπο, τη δυστυχία, τη δουλειά, την καταλήστεψη, τους πόθους, τις επιδιώξεις και τους αγώνες του" επιστημονικό φώτισμα της ιστορίας του, ιδιαίτερα εκείνης που άμεσα ή έμμεσα τον ενδιαφέρει" μελέτη όλων των βασικών του τόπου ζητημάτων καθορισμός των πραγματικά λαϊκών δρόμων της παραπέρα νεοελληνικής πορείας" ξεκαθάρισμα από κάθε γκρίνια, στειρότητα, στενοκεφαλιά, αντίδραση. Τέχνη έξω από την κοινωνία, τις τάξεις της και τους αγώνες της, δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε μάστορας στο πεδίο της διανόησης πρέπει να καθορίσει τη θέση του: με το λαό ή με τους εκμεταλλευτές του. Ο Παλαμάς, απ' τις πιο ψηλές διανοητικές νεοελληνικές κορυφές, βασικά τη θέση του την έχει ξεκαθαρίσει: υπέρ του λαού, όπως μας το δείχνει, με υπέροχη μαστοριά, πειστικότητα και δύναμη, στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».

Θάναι υπέρτατη τιμή για τον καθένα, που θα θελήσει εδώ να τον ακολουθήσει και να τόνε μιμηθεί. Και η πιο μεγάλη δόξα και η πιο άξια «προτομή» για τον ποιητή. Η δουλειά για να ξεκαθαριστούν και ν' αποκρυσταλλωθούν λαοκρατικά οι ιδεολογικές και δημιουργικές κατευθύνσεις της νεοελληνικής διανόησης είναι εξαιρετικά δύσκολη και θα βαστάξει πολύ, συμβαδίζοντας και ακολουθώντας, από μια ορισμένη πλευρά, την ανάπτυξη της λαϊκής συνείδησης και την πραχτική λύση, προς όφελος του εργαζόμενου λαού, των θεμελιακών κοινωνικών προβλημάτων μας.

Όλ' αυτά δε σημαίνουν ότι δεν πρέπει ν' αρχίσουμε. Το αντίθετο μάλιστα, πρέπει να βιαστούμε όσο μπορούμε, παρά τις δυσκολίες που σήμερα ιδιαίτερα μας τριγυρίζουν. Παράλληλα, η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας δημιούργησε για ένα σωρό κόσμο που καταδικάστηκε σε «υποχρεωτική διαθεσιμότητα» και σε αναγκαστικές «διακοπές», πρόσθετες δυνατότητες (που βέβαια περιορίζονται «υπό όλως τεχνικών» εμποδίων της ίδιας αυτής κατάστασης) να καταπιαστούν με μια πιο βαθειά και συστηματική μελέτη και έρευνα των προβλημάτων, που αναφέραμε πιο πάνω.
Λοιπόν, όσο μπορούμε κι όσο περνά απ' το χέρι μας, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και να εξαντλήσουμε, μέχρι και την τελευταία, τις δυνατότητες αυτές. Κανένα κακό δίχως καλό. Είναι κι αυτό μια διαλεχτική αλήθεια.
10 του Νοέμβρη 1937

*
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΟ «ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ Τ' ΑΡΙΣΤΕΡΑ

*
Παλαμάς ΚωστήςΟ ποιητής Κωστής Παλαμάς κατάχτησε ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη νεοελληνική διανόηση. Δούλεψε και δημιούργησε στο φώτισμα μιας καινούργιας εποχής και στο διάστημα σοβαρών γεγονότων και αποφασιστικής στροφής στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα..

Ο Παλαμάς στάθηκε πάνω στο πέρασμα από το παλιό σε κάτι καινούργιο. Η εποχή του είναι εποχή από χαραχτηριστικές αλλαγές, γερά τραντάγματα και βαθιά οργώματα στο νεοελληνικό κοινωνικό κάμπο. Προικισμένος μ' εξαιρετικά δυνατό ποιητικό ταλέντο, δεν μπορούσε να μείνει ούτε και έμεινε όξω από τα ζητήματα αυτά. Τ' αντίθετο. Τα είδε, τάνιωσε, τάζησε και στο έργο του τα έκφρασε έτσι είτε αλλιώς, πάντα όμως με μιαν ανώτερη ποιητική πνοή δυνατή. Ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» λέει: «Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από τήν έξω πλάση». (Έκδ. 1931, σελ. 15).
Τέτια είναι η θέση του Παλαμά στή σύγχρονη ζωή μας και τέτιο το έργο του, που κανένας εχθρός ή φίλος δε μπορεί να το προσπεράσει και να τ' αγνοήσει. Πάνω στην παλαμική δημιουργία έσκυψε και σκύβει, μορφώθηκε και μορφώνεται, μεγάλο κομμάτι απ' τη νεολαία μας κι απ' τη γενιά μας. Αυτό το είδε η πολύχρωμη αντίδραση και γι' αυτό πάσχισε και πασχίζει λυσσασμένα έτσι να ερμηνέψει τον Παλαμά, ώστε να τον κάνει όργανο της διαστρέβλωσης και του ευνουχισμού, σύμφωνα με τα συμφέροντα της της πνευματικής διάπλασης της νεολαίας μας. Αυτό υποχρεώνει ακόμη πιο πολύ την επιστημονική κριτική να καταπιαστεί με το παλαμικό έργο, τη σωστή ερμηνεία του, με τη σωστή τοποθέτηση του ποιητή στο κοινωνικό μας ξετύλιγμα. Η ποικιλόμορφη αντίδραση, όταν δεν τον αγνόησε ολότελα, βασικό σκοπό της έταξε να παρουσιάσει τον Παλαμά στρατιώτη και αγωνιστή του μεγαλοϊδεάτικου σωβινισμού και στυλοβάτη της αστοτσιφλικάδικης κυριαρχίας και λαϊκής ληστείας. Μα ο πραγματικός Παλαμάς, παρ' όλες τις ελλείψεις, τους δισταγμούς, την αναποφασιστικότητα και συχνά την ασυνέπεια του, δεν είναι τέτιος. Και πρέπει να τόνε φυλάξουμε, να τόνε κρατήσουμε και να τόν δείξουμε τέτοιον όπως είναι στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί μιαν ιερή υποχρέωση της λαϊκής επιστημονικής κριτικής στη χώρα μας. Γιατί αυτό συμφέρει στο Λαό και στον τόπο και βοηθά στην πρόοδο.
***
Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» είναι το πιό ολοκληρωμένο και το πιό φιλοσοφημένο έργο του ποιητή. Αυτού μας ξεσκεπάζει όλη του την ψυχή. Κι αυτού μας επιτρέπει να τόνε νιώσουμε και να τόνε κρίνουμε καλύτερα από κάθε έργο του.

Ο Παλαμάς εμφανίστηκε και δούλεψε σε μια εποχή της κοινωνικοπολιτικής μας εξέλιξης που τη διακρίνει τούτο το χαρακτηριστικό: η ταραχώδικη και καταστρεφτική για το λαό και για τον τόπο πολιτική και οικονομική χρεωκοπία των ηγετικών - πλουτοκρατικών τάξεων. Η πολεμική καταστροφή του 1897 και το οικονομικό κραχ, πούχε για επακόλουθο την επιβολή στον τόπο, στα 1898, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), αποτελούν τις πιό χειροπιαστές κι ολοφάνερες εκδηλώσεις και πιστοποιήσεις της χρεωκοπίας αυτής.
Εδώ πρέπει, αναγκαστικά, ν' ανοίξουμε μια μεγάλη ιστορική παρένθεση. Οι πλουτοκράτες - οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάση-δες, οι φαναριώτες, οι έμποροι και άλλοι - που πήραν την εξουσία στα χέρια τους με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς, όχι φυσικά οι έμποροι, έτσι είτε αλλιώς αντέδρασαν στο εθνικό ξεσήκωμα και, στην καλύτερη γι' αυτούς περίπτωση, κράτησαν ταλαντευόμενη και παθητική στάση, όλη τους την πολιτική δραστηριότητα &