Author Topic: Η ζωή του Πι  (Read 148 times)

0 Members and 2 Guests are viewing this topic.

EKEBI

  • Guest
Re: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΙΤΗ
« on: February 08, 2013, 05:42:15 am »
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΙΤΗ

Ήταν η μέρα της κηδείας της γυναίκας του όταν ο Θανάσης σκότωσε τον Μετωπίτη. Δεν του πήρε πάνω από 2 λεπτά για να κόψει το λαιμό τού σαπιοκοιλιά του χρυσάγουλου, περισσότερο καθυστέρησε πασχίζοντας ν’ αφήσει την υπογραφή του –σκέφτηκε να κατουρήσει τον πεθαμένο κατάμουτρα αλλά φοβήθηκε οτι θα τον μαγκώνανε από το DNA, είχε στην τσέπη του ένα τυπωμένο χαρτί με τη φράση «ΓΑΜΙΕΤΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» αλλά του φάνηκε παρακινδυνευμένο να το αφήσει δίπλα στο πτώμα, τελικά έφυγε με αργά βήματα από το σκοτεινό δρομάκι, άδειος από ικανοποίηση, ξένος από συναίσθημα. Δεν τα είχε υπολογίσει έτσι τα πράγματα.

 Η μέρα εκείνη είχε αρχίσει άβολα κι έτσι ακριβώς είχε τελειώσει.

 Τη Σπυριδούλα, τη γυναίκα τού Θανάση, την είχε καταφάει ο καρκίνος. Στα πρώτα χρόνια ήθελαν να ελπίζουν οτι θα σωζόταν με χημειοθεραπείες και φάρμακα από εκείνα που τρώνε τα κορμιά χειρότερα από την αρρώστια την ίδια -αλλά δεν ήταν έτσι. Εκεί προς το τέλος, όταν η Σπυριδούλα είχε μείνει 30 κιλά και τίποτα πάνω της δεν θύμιζε ανθρώπινο πλάσμα, τότε ο Θανάσης συνειδητοποίησε πως η όλη υπόθεση είχε να κάνει με την απληστία. Των γιατρών που κονομάγανε κρατώντας τη στη ζωή και των δικών της ανθρώπων που αγόραζαν ψεύτικη προσδοκία αδιαφορώντας για όσα πέρναγε η ίδια η ασθενής.
 «Τελικά δεν τα καταφέραμε καθόλου καλά. Ξεφτιλιστήκαμε», του είχε πει η Σπυριδούλα τα λόγια της οποίας αποδείχτηκαν προφητικά, μόλις δυο μέρες πριν πεθάνει. Κι αυτές ήταν οι τελευταίες της κουβέντες.
 17 χρόνια ήταν μαζί, από δευτεροετείς, το παλιότερο ζευγάρι της σχολής όπως τους άρεσε να λένε -17 χρόνια μαζί, 16 χρόνια παντρεμένοι, μετά το διαζύγιο με την πρώην -την επονομαζόμενη και τσουκνίδα. Ο έρωτας τούς είχε περάσει την πρώτη δεκαετία (και πολύ είχε κρατήσει), τότε αποφάσισαν οτι έπρεπε ή να παντρευτούν και θα μείνουν σε ένα σένιο διαμέρισμα στη Γλυφάδα ή να χωρίσουν, δεν έβλεπαν άλλη επιλογή. Διάλεξαν το βολικότερο. 16 χρόνια παντρεμένοι, 10 χρόνια προσπαθούσαν μάταια να κάνουν παιδί και 5 χρόνια ξεφτιλίζονταν από την αρρώστια. Το βολικότερο είναι συνήθως και το χειρότερο. Τελικά έκαν μια κόρη που ξεκίνησε μια αποτυχημένη καριέρα ντράμερ -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 Τη μέρα τής κηδείας ψιλόβρεχε στη Γλυφάδα. Κάμποσοι συγγενείς, οι αδερφές τής Σπυριδούλας που ούρλιαζαν φαντασμαγορικά, λίγοι συνάδελφοί της που την θυμόντουσαν ακόμα, διότι οι περισσότεροι τη μισούσαν (είχε 2 χρόνια που σταμάτησε τη δουλειά η Σπυριδύλα) και οι δικοί του –όχι συγγενείς, ο Θανάσης ποτέ δεν διατηρούσε συγγενείς –οι φίλοι του από τα αρχαία χρόνια, οι μόνοι που κατάφερε να κάνει. Ο Μάνος από την Κρήτη (ο κουμπάρος που πηδούσε τη γυναίκα του) κι ο Μιχάλης (μόνος του, εφόσον είχε περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα και από τραβέλι στη Συγγρού). Το παλιό Τρίο Κρετίνο ή Κλίκα. Κάποτε κολλητοί επί καθημερινής βάσεως στα blogs, στη συνέχεια χαμένοι λόγω υποχρεώσεων –συναντιόντουσαν μονάχα σε γιορτές και λοιπές επετείους μέχρι την εποχή που δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος να γιορτάσεις και τίποτα να θυμηθείς –κατέληξαν περιστασιακά χαμένοι επί μονίμου βάσεως.
 «Ησύχασε η Σπυριδούλα φίλε μου, γλίτωσε, αυτό ξέρω να πω», του είπε ο Μάνος χτυπώντας τον στην πλάτη κι ο Θανάσης κόντεψε να πνιγεί με τη φτηνή βότκα που του είχε φέρει πεσκέσι και είχε μπουκωθεί αναβάλλοντας την επώδυνη στιγμή της κατάποσης.
 Η βροχή δυνάμωσε έξω από τα τζάμια.

 Ο Κουμπάρος είχε δίκιο (ο Κουμπάρος ήταν θεότρελος και είχε πάντα δίκιο στα πρακτικά θέματα) γι΄ αυτό άλλωστε και ο Θανάσης δεν ένιωθε τίποτα, ούτε θλίψη, ούτε στεναχώρια –μόνο μια αίσθηση τακτοποίησης, σα να έκλεισε μια ενοχλητική εκκρεμότητα.   Άναψε τσιγάρο και του ήρθε στο μυαλό ο καργιόλης ο Μετωπίτης –ακόμα μια εκκρεμότητα δηλαδή.
 «Χρειάζεσαι κάτι;» τον ρώτησε ο Μιχάλης όσο πλασαριζόταν δίπλα του παρκάροντας το δικό του πακέτο τσιγάρων.
 «Σαν τι δηλαδή;» απόρησε ο Θανάσης.
 «Ξέρω ‘γω; Ναρκωτικά, γυναίκες, ροκ εν ρολ;»
 «Έχεις; Δίνεις;» χαμογέλασε ο Θανάσης.
 «Αν είχα σιγά μην έδινα», του ξεκαθάρισε ο Μιχάλης
 «Τότε όχι –δεν χρειάζομαι…»
 Έμειναν μετά αμίλητοι κοιτάζοντας τους τεθλιμμένους συγγενείς.
 «Θα τραβήξει πολύ ακόμα το υπερθέαμα;» ρώτησε ο Μιχάλης.
 «Τα προβλεπόμενα…»
 «Εντάξει λοιπόν. Τι στοιχεία διαθέτουμε για την ξανθιά;»
 «Ξανθιά;»
 Ο Κώστας έστρεψε τον αντίχειρα προσεκτικά προς το μέρος μιας παρέας τσαλακωμένων κοστουμιών που είχε περικυκλώσει λαίμαργα την εν λόγω ξανθιά.
 «Δεν είναι συγγενής πάντως», του ξεκαθάρισε ο Θανάσης.
 «Κρίμα –κι έλεγα μήπως γίνουμε μπατζανάκηδες ή έστω μήπως κάνουμε κανένα κίνκι τρίο», μουρμούρισε ο Μιχάλης.
 «Μάλλον από τη δουλειά της Σπυριδούλας…» υπολόγισε ο Θανάσης.
 «Παρακάτω;»
 «Τι παρακάτω;»
 «Λοιπά στοιχεία ταυτότητας; Παντρεμένη και πρόθυμη, ανύπαντρη και απελπισμένη ίσως; Για τριαντάρα την κόβω πάντως», μελέτησε ο Μιχάλης.
 «Δηλώνω πλήρη άγνοια», δήλωσε ο Θανάσης.
 Σκεφτόταν κατά πόσο ο Μιχάλης σοβαρολογούσε για την ξανθιά ή όλο αυτό ήταν απλά μια προσπάθεια του φίλου του να τον ξεκολλήσει από το πένθος και χαμογέλασε επειδή δεν ένιωθε καθόλου πένθος. Η Σπυριδούλα τού είχε τελειώσει πολλές φορές πριν πεθάνει –πρώτα σαν ερωτικό σημείο αναφοράς, μετά σαν γυναίκα γενικότερα και τέλος σαν ανθρώπινο πλάσμα -'ισως να έφταιγε και το ότι εβριζε σαν νταλικέρισσα. Πένθος; Το πένθος είναι αυτό που νιώθεις όσο περιμένεις τον άνθρωπό σου από τη χημειοθεραπεία και σκέφτεσαι αν έχεις βάλει πλαστικό κάλυμμα κάτω από το σεντόνι του κρεβατιού κι αν έχεις εύκαιρη τη λεκάνη για να ξερνάει –εκεί είναι το πένθος. 
 «Τι έχουμε εδώ;» χώθηκε ανάμεσά τους ο Κρητίκαρός Μάνος.
 «Κάποια ξανθιά», τον πληροφόρησε ο Θανάσης.
 «Τόσο γρήγορα;»
 «Όχι για μένα –προηγούνται οι ελεύθεροι», είπε ο Θανάσης δείχνοντας το τραβέλι της παρέας που είχε όρεξη για τρελιάρικο κρεβάτι.
 «Να ψήσω κατάσταση;» πρότεινε ο Μάνος.
 «Ρε μαλάκα, σε κηδεία βρισκόμαστε», διαμαρτυρήθηκε ο Μιχάλης και με το ζόρι κρατήθηκαν να μην ξεκαρδιστούν.
 «Υπάρχει πάντως σχετική ταινία…» υπενθύμισε ο  Θανάσης.
 «Ναι, αλλά στο κόλπο δεν συμμετέχει…» ξεκίνησε ο Μάνος κι αμέσως το μετάνιωσε.
 «Άλλο η ταινία κι άλλο η πραγματικότης», είπε ο Θανάσης.
 Κι αυτομάτως, τα 2/3 του τρομερού Τρίο Κρετίνο ένιωσαν καλύτερα. Ο Θανάσης πάλι, εξακολουθούσε να μη νιώθει τίποτα.
 «Πάω έξω να καπνίσω, έχει γίνει ντουμάνι εδώ μέσα», είπε.
 «Μόνος;» ρώτησε ο Μάνος.
 «Ή Πάνος;» συμπλήρωσε ο Μιχάλης.
 «Μονόπανος», ξεκαθάρισε ο Θανάσης.
 «Γράφεται με ύψιλον, όπως ‘αυγό’» ανέλαβε να διαφωτίσει ο Μάνος τον Μιχάλη όσο ακολουθούσαν τον δικό τους έξω από το καφενείο του νεκροταφείου. Ο Μάνος είχε έφεση στις μανιοκαταθλιπτικές ειρωνίες και τα καλιαρντά -από μικρός.
 Δεξιά από την τζαμαρία υπήρχε ένα μαρμάρινο παγκάκι προστατευμένο από το υπόστεγο του καφενείου, ο Μάνος κούμπωσε το δερμάτινο μπουφάν του νιώθοντας εκ των προτέρων την υγρασία να αγγίζει τα κόκαλά του, ο Μιχάλης σήκωσε τους γιακάδες του μαύρου παλτού του, μάλλον για λόγους στυλ, κι ο Θανάσης ανέβηκε στο μαρμάρινο κατασκεύασμα, κάθισε στην κορυφή της πλάτης σαν πουλί, γεμίζοντας λάσπη το μέρος που προοριζόταν για να κάθονται οι άνθρωποι και τράβηξε ένα φρέσκο τσιγάρο. Οι όλοι τον μιμήθηκαν απρόθυμα.
 «Κάπως απαράδεκτοι –τόσον καιρό γαμιέσαι κι εμείς ούτε να περάσουμε, να δούμε τι κάνεις…» είπε ο Μιχάλης.
 «Τι να δείτε δηλαδή –να πάρετε μάτι το γαμήσι κι έτσι;» γέλασε ελεύθερα πλέον Θανάσης τώρα που δεν τους βλέπανε οι τεθλιμμένοι.
 «Κι έτσι…» σιγοντάρισε ο Μιχάλης που ήταν γνωστό πόσο ανώμαλος ήταν.
 «Εσύ πώς τα πας;» τον ρώτησε ο Θανάσης.
 «Πρίμα… Από τραβέλια έχουμε πήξει, δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω…» γέλασε εκείνος.
 «Δηλαδή, έχει ξεσκιστεί να βλέπει τσόντες», εξήγησε ο Μάνος που ήξερε τι πάει να πει "επιλεκτικό σεξ".
 «Σωστός…» επικρότησε ο Θανάσης. «Εσύ;»
 «Τρία πουλάκια κάθονταν φίλε μου –τι έχεις να πεις γι΄ αυτό;» παραπονέθηκε ο Μάνος.
 «Οτι πρέπει να τα αγαπάς σα να ήταν δικά σου», είπε ο Θανάσης.
 «Έτσι ακριβώς… Περάσαμε λούκια χοντρά, ευτυχώς τώρα έχουν μεγαλώσει κάπως και ησυχάσαμε. Δηλαδή όχι εντελώς…»
 «Αυτό σημαίνει οτι μπορείς πλέον να πας κλουβι τους για ποτό αλλά για να βγουν έξω χρειάζεται να σχεδιαστεί κανονική επιχείρηση απεγκλωβισμού σεισμοπλήκτων», ανέλαβε να μεταφράσει ο Μιχάλης.
 «Εσείς δηλαδή βρίσκεστε ακόμα παλιοκουφάλες;» χώθηκε ο Θανάσης.
 «Ε, όσο να κάνεις…» είπε ο Μιχάλης.
 «Είναι και νονός του μεγάλου μου πουλιού…» πρόσθεσε ο Μάνος «…αυτό που το ονόμασες πσάρι».
 «Έχουμε να συναντηθούμε πάνω από δυο χρόνια μετά από εκείνον τον επικό τσακωμό», συμπλήρωσε ο Μιχάλης σκυθρωπά.
 «Α, τόσο καλά…» έκανε ο Θανάσης,
 Και μετά σφήνωσε τη γόπα μεταξύ μέσου και αντίχειρα του δεξιού του χεριού, σημάδεψε και το έστειλε συστημένο στην απέναντι κολώνα της ΔΕΗ –η γόπα πήρε ένα αξιοπρεπές ύψος πριν σκάσει άδοξα μέσα σε μια λιμνούλα με νερά.
 «Είναι μια ευκαιρία πάντως…» μουρμούρισε σκεπτικά ο Μιχάλης. «Εννοώ οτι τώρα εγώ κι ο Θανάσης βρισκόμαστε σε παρόμοια φάση, κι εσύ έχεις αρχίσει να απελευθερώνεσαι από τις "θεατρικές" υποχρεώσεις…» γύρισε να κοιτάξει τον Μάνο.
 «Είναι όντως ευκαιρία», συμφώνησε εκείνος.
 «Παπάρια», είπε ο Θανάσης.
 «Παπάρια ευκαιρία ή παπάρια γενικότερα;» απόρησε ο Μιχάλης που του άρεσαν τα νάζια.
 Γέλασαν –τι άλλο έμενε να κάνουν;

 Ο κόσμος πήρε να αραιώνει μετά από κάνα δίωρο –συλλυπητήρια, δακρύβρεχτοι ασπασμοί, διακανονισμοί με νεωκόρους,  παπάδες και κοράκια –ο Θανάσης με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Ζαλάδα, σάλια, υπερβολή, υποκρισία… μα πιο πολύ σιχαινόταν τον εαυτό του. Οι δικοί του είχαν φύγει στο νησί του Πέλοπα –πήγαινε πάνω από μια ώρα τώρα.
 «Θα κανονιστούμε μέσα στη βδομάδα», είχε πει ο τρελός Μάνος.
 «Ναι, σίγουρα», είχε πει ο νευρόσπαστος Θανάσης.
 Κανένας από τους δυο τους δεν το πίστευε.
 «Τελικά δεν βοήθησες με την ξανθιά», είχε παραπονεθεί ο Μιχάλης.
 «Για το καλό σου…» είπε ο Θανάσης χωρίς να καλοθυμάται για ποια γυναίκα επρόκειτο.
 «Γιατί δε λες οτι εγώ την ανακάλυψα αλλά την θέλεις για πάρτη σου;» του σφύριξε ο Μιχάλης ρίχνοντάς του μια φιλική μπουνιά στα πλευρά.
 «Εγώ την ανακάλυψα αλλά τη θέλεις για πάρτη σου», είπε ο Θανάσης που ήταν μανούλα στις λεκτικές σαχλαμάρες.
 Ο Μιχάλης γέλασε κάπως παράταιρα για την περίσταση κι απομακρύνθηκε καμαρωτός -είχε πολλά να γράψει στο blog του.

 Όταν οι τελευταίοι έφυγαν και το μαγαζί πληρώθηκε, ο Θανάσης σκέφτηκε τον Μετωπίτη που παλιά ήταν και στους χρυσαυγίτες. Είχε ήδη φτάσει στο αυτοκίνητο κι έψαχνε τις τσέπες του σακακιού του για τα κλειδιά όταν του ξανάρθε στο μυαλό –πρώτα η φάτσα μ΄ εκείνα τα γουρλωτά μάτια στα πρόθυρα του εμφράγματος, μετά η λαχανιασμένη ανάσα και η κόκκινη μύτη, το έμφραγμα ήταν θέμα χρόνου για αυτόν τον καργιόλη αλλά ο Θανάσης δεν είχε διάθεση να περιμένει. Ο Μετωπίτης έπρεπε να πεθάνει από το δικό του χέρι.
 Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε –όσο οδηγούσε τον σκεφτόταν. Ο Μετωπίτης ήταν απλώς άτυχος. Σε άλλη περίπτωση, το πράγμα θα περνούσε χωρίς συνέπειες –δεν ήταν και τόσο σοβαρό στην τελική. Σε άλλη περίπτωση… Όχι όμως όταν αργοπεθαίνει η γυναίκα σου κι εσύ τρέχεις σαν παλαβός για να της βρεις παυσίπονα, νύχτα, σε μια πόλη γεμάτη κλειστά φαρμακεία. Τότε όλα μετράνε. Ο Θανάσης κοίταξε το ρολόι του –ήταν 8 παρά 10, του έμεναν κοντά στις δυο ώρες για να ξεκουραστεί. Ο Μετωπίτης έφευγε από το σπίτι του γύρω στις 10 κάθε βράδυ για να πάει στο παραπολιτικό καφενείο των χρυσαυγιτών. Εκεί έβρισκε κάτι καραφλά κουμάσια σαν και τα μούτρα του, πίνανε για κάνα δίωρο και μετά βγαίνανε στη γύρα. Μόνο που αυτό το βράδυ ο Μετωπίτης δεν θα έφτανε μέχρι το καφενείο…

 Το άδειο σπίτι τον κατάπιε με τη βουλιμία πεινασμένου ιπποπόταμου, όταν έκλεισε πίσω του την εξώπορτα. Μύριζε αντισηπτικό και αλοιφές εκεί μέσα -είχαν ποτίσει τα έπιπλα, είχε ταγκιάσει ο αέρας –ούτε καν η τσιγαρίλα δεν έμοιαζε ικανή να καλύψει αυτή τη μυρωδιά θανάτου. Ο Θανάσης έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε οτι τελικά ο θάνατος που μύριζε αγιόκλημα κι ερχόταν από τις στοές ήταν ένας όμορφος θάνατος –χάρη θα του έκανε του καργιόλη του εθνικοσοσιαλιστή. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι όσο άλλαζε ρούχα χάζευε το σχήμα του κορμιού της πάνω στο άστρωτο κρεβάτι, ένιωσε την ανάγκη να ξαπλώσει και να τη θυμηθεί αλλά ήξερε οτι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό αφού ο ύπνος θα τον έπαιρνε ακαριαία αν ξάπλωνε και δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί πριν πεθάνει ο Μετωπίτης.
 Στο κάτω μέρος της ντουλάπας τον περίμενε ένα ξυράφι από εκείνα που χρησιμοποιούσαν παλιά στα κουρεία, 16 πόντοι γυαλιστερής λάμας (είχε φροντίσει να την ακονίσει τον τελευταίο μήνα που σχεδίαζε τον θάνατο τού Μετωπίτη). Το ξυράφι βρισκόταν περίπου δυο χρόνια στη ντουλάπα, ήταν το δώρο που είχε κάνει στον εαυτό του τη μέρα που έμαθε για τον καρκίνο της Μαρίας, η εναλλακτική του λύση. Αντιμετωπίζεις καλύτερα το αναπόφευκτο αν έχεις κάτι για ν΄ ανοίξεις μια έξοδο διαφυγής –έτσι σκεφτόταν τότε. Και είχε δίκιο. Δηλαδή είχε άδικο, δεν του ήταν δυνατό ν΄ αφήσει τη Μαρία να πεθαίνει μόνη της, αλλά είχε δίκιο. Ένα ακονισμένο ξυράφι είναι κανονικό κλειδί απόδρασης, όπως και να ‘χει.

 Έσβησε τα φώτα, άναψε τσιγάρο, έχωσε στην τσέπη του το εκτυπωμένο χαρτί Α4 που τον περίμενε υπομονετικά στο τραπέζι της κουζίνας και προσπάθησε να βολευτεί στον καναπέ του σαλονιού για κάνα μισάωρο, να ηρεμήσει κάπως –μάταιος κόπος. Όσο πλησίαζε η ώρα τόσο ένιωθε το κορμί του να βγάζει ελατήρια. Νευρικά τικ, φαγούρα παντού, δυσκολία στην αναπνοή –ιδρώτας. Έσβησε το τσιγάρο του νευρικά κι έμεινε να χαζεύει τη στραπατσαρισμένη καύτρα που ακόμα κάπνιζε, βάλθηκε να την κυνηγάει με το φίλτρο κάνοντας τα πράγματα χειρότερα αφού πλέον άρχισε να καπνίζει και το φίλτρο.
 «Θ΄ αρπάξει φωτιά το σπίτι με το κωλοτσίγαρο», μουρμούρισε και η ιδέα τού φαινόταν τόσο παράλογη όσο και απειλητική.
 Άρπαξε το τασάκι, έτρεξε στο νεροχύτη και το πλημύρισε, η καύτρα έγινε κατάμαυρη –ένιωσε γελοία ανακουφισμένος.
 «Πρέπει να το προσέξεις αυτό, γιατί σε βλέπω να παρανοείς λίαν συντόμως», μουρμούρισε.
 Τότε, έχοντας ήδη φτάσει στην εξώπορτα, συνειδητοποίησε οτι είχε αρχίσει να μιλάει μόνος του μεγαλόφωνα και τον έπιασε σπαστικό γέλιο.
 «Κράτα σφιχτά την παράνοιά σου για να μην τρελαθείς», είπε, ακόμα πνιγμένος στα γέλια, ενώ κατέβαινε τις σκάλες.

 Πάρκαρε το παμπάλαιο μαύρο Πούντο που είχε αγοράσει (όταν παρόπλησε τη μηχανή που είχε απο παλιά στο σαλόνι του σινιέ διαμερίσματος στη Γλυφάδα) κοντά στο σημείο της ενέδρας, είχε σκεφτεί οτι θα ήταν προτιμότερο να δουν το αμάξι του εκεί γύρω, παρά τον ίδιο να τρέχει με τίποτα κομμένα αυτιά, αν κάτι πήγαινε στραβά. Ένα μήνα τώρα που παρακολουθούσε τον Μετωπίτη είχε βρει οτι η συγκεκριμένη θέση παρκαρίσματος άδειαζε τις καθημερινές κατά τις 9 και μισή –μάλλον κάποιος έφευγε από τη δουλειά του ή πήγαινε σε αυτήν. Ήταν και καλό σημείο, σκοτεινό, χωρίς θέα από την πλατεία. Κοίταξε το ρολόι του –είχε ακόμα κάνα εικοσάλεπτο, το λιγότερο. Ο Μετωπίτης θα ερχόταν από δεξιά, θα έμπαινε στο σκοτεινό δρομάκι για να κόψει δρόμο πηγαίνοντας προς το καφενείο, ο Θανάσης θα τον περίμενε κρυμμένος έξω από την είσοδο της πρώτης πολυκατοικίας. Υπήρχε ένα ρίσκο –μπορεί δηλαδή ο Μετωπίτης να αποφάσιζε να πάει από το απέναντι πεζοδρόμιο –βέβαια, έτσι θα έκανε περισσότερο δρόμο, αλλά τίποτα δεν μπορούσες να αποκλείσεις. Υπήρχε και ο κίνδυνος να εμφανιστεί κάποιος άλλος στο δρομάκι, κάποιος που θα έβγαινε από τις πολυκατοικίες ή θα πήγαινε προς αυτές. Κοντά ένα μήνα που παρακολουθούσε το μέρος ο Θανάσης είχε δει ανθρώπους να περνάνε ταυτόχρονα με τον Μετωπίτη –τρεις φορές μονάχα, από τις οποίες η μία ήταν κατά λάθος, ένας γεράκος μπήκε στο δρομάκι, έκανε 10 μέτρα αλλά γύρισε πίσω και ξαναβγήκε.
 Ο Θανάσης χώθηκε στο κούφωμα της πολυκατοικίας, ακούμπησε με την πλάτη στη τζαμαρία της κεντρικής εισόδου και άγγιξε το ξυράφι στη μέσα τσέπη του μπουφάν του. Πήρε βαθειά ανάσα, ξανακοίταξε το ρολόι του. 18 λεπτά, το λιγότερο. Έβαλε το κινητό στη σίγαση. 17 λεπτά. Έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε. 16 λεπτά. Φόρεσε ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια.  Ήθελε να φύγει γιατί κατά βάθος ήταν δειλός και το ήξερε, ήθελε να το βάλει στα πόδια πανικόβλητος αλλά δεν υπήρχε πουθενά να τρέξει, πουθενά να κρυφτεί –ο Μετωπίτης θα βρισκόταν συνέχεια μπροστά του όσο κι αν προσπαθούσε να τον ξεπεράσει. Ένας μαύρος τοίχος.
 Από την πλατεία παρακάτω ακούγονταν κορναρίσματα. 14 λεπτά, το λιγότερο.

 Πρώτα τον ένιωσε και μετά τον είδε –ξαφνικά -νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζε, βαρύ ανοικονόμητο βήμα στο σπασμένο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου. Ο Θανάσης κόλλησε στη τζαμαρία της πολυκατοικίας και κράτησε την αναπνοή του. Είχε ακόμα χρόνο, είχε ακόμα επιλογές. Θα μπορούσε να αφήσει τον καργιόλη να περάσει ή θα μπορούσε να πεταχτεί μπροστά του και να τον τρομάξει, να τον ξεφτιλίσει… Ξεκόλλησε από τη τζαμαρία, βρέθηκε πίσω από τον άντρα και τον άρπαξε από τα μαλλιά τραβώντας του το κεφάλι προς τα πίσω με το αριστερό χέρι. Ο νεαρός άντρας πάγωσε για λίγο, ο Θανάσης κρατούσε ήδη το ξυράφι ανοιγμένο, όταν το έφερε στο λαιμό τού άντρα εκείνος ξεφύσησε –σκόρδο ανακατεμένο με ιδρώτα που άρχισε ξαφνικά να τρέχει ποτάμι –το ξυράφι απλοποίησε τρομερά την υπόθεση. Ο Μετωπίτης θέλησε να ουρλιάξει αλλά το σκίσιμο στο λαιμό δεν τον βοηθούσε καθόλου, ο Θανάσης έκανε δυο βήματα πίσω απελευθερώνοντάς τον. Ο Μετωπίτης ταλαντεύτηκε, προσπάθησε να φέρει τα χέρια στο λαιμό του αλλά αντί γι΄ αυτό έσκασε με τα μούτρα στο πεζοδρόμιο.

 Ο Θανάσης κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τον άνθρωπο που κλωτσούσε ακατάσχετα τον αέρα. Σκέφτηκε να τον φτύσει κατάμουτρα αλλά φοβήθηκε οτι θα τον μαγκώνανε από το DNA, είχε ακόμα στην τσέπη του ένα τυπωμένο χαρτί με τη φράση «ΓΑΜΙΕΤΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» αλλά του φάνηκε παρακινδυνευμένο να το αφήσει δίπλα στο πτώμα, τελικά έφυγε με αργά βήματα από το σκοτεινό δρομάκι, άδειος από ικανοποίηση, ξένος από συναίσθημα, αγνοώντας ότι όλα όσα έκανε είχαν καταγραφεί στη μνήμη του Ανδρέα, του μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα. Ο Μετωπίτης ήταν παρελθόν όμως το παρελθόν ήταν ακόμα επίπονο. Ο Θανάσης θυμήθηκε τη δούλα και κυρά του. «Τελικά δεν τα καταφέραμε κι άσχημα», της είπε. «Κι ας ξεφτιλιστήκαμε…» Μπήκε στο αυτοκίνητό του –μακάρι να τα πίστευε όλα αυτά, μακάρι να ένιωθε καλύτερα, μακάρι να ένιωθε κάτι, οτιδήποτε…

 Μέσα στο αυτοκίνητο έκανε έναν πρώτο έλεγχο για αίματα, στα χέρια του, στα μπουφάν του, στο παντελόνι του… Έπρεπε να ξεφορτωθεί το ξυράφι κι έτσι πήγε προς την κρεαταγορά. Tα καταστήματα της στοάς ήταν κλειστά αλλά οι κάδοι απορριμμάτων ήτανε τίγκα στο σκουπίδι. Καθάρισε τη λάμα μ΄ ένα χαρτομάντιλο το οποίο έκαψε αμέσως μετά. Στη συνέχεια παράχωσε το ξυράφι ανάμεσα σε βρωμερά εντόσθια ζώων και ξεθυμασμένες λεμονόκουπες. Κόντεψε να ξεράσει από τις μυρωδιές -κατάφερε να φύγει μαζεύοντας τα σωθικά του με κόπο.

 Όταν επέστρεψε στο σπίτι του η μυρωδιά είχε εξαφανιστεί. Ούτε φάρμακα, ούτε θάνατος –μόνο υγρασία, κλεισούρα και το βρεγμένο χώμα που κουβάλαγε ο Θανάσης στις σόλες των παπουτσιών του. Ένιωθε αηδιασμένος με τον εαυτό του. Γδύθηκε γεμίζοντας με τα ρούχα του το πλυντήριο, έβαλε το μπουφάν και τα παπούτσια μέσα στη μπανιέρα και τα πλάκωσε στο κατάβρεγμα, μετά πλύθηκε ο ίδιος για ώρα πολλή. Δεν ένιωσε καθαρότερος γιατί η βρώμα παρέμενε κολλημένη στα ρουθούνια του –ένιωσε όμως αρκετά ντροπιασμένος, δεν ήταν όπως το περίμενε.

 Το κρεβάτι ήταν ακόμα άστρωτο αλλά το σχήμα τού κορμιού της δεν ήταν πλέον ευδιάκριτο. Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα όμως ένιωσε πως είχε κάτι ακόμα να κάνει –πετάχτηκε, πήγε τρέχοντας μέχρι το σαλόνι κι άρπαξε το ασύρματο τηλέφωνο. Μια αναπάντητη κλήση αναβόσβηνε ασορτί με τα χέρια του που πήραν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Κοίταξε τον άγνωστο αριθμό στο καντράν –το τρέμουλο άρχισε να απλώνεται σε όλο του το κορμί. Αγκαλιά με το τηλέφωνο ξαναχώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα για λίγο, μέχρι να ξαναπεταχτεί –καινούργια βόλτα στο σαλόνι για να πάρει το τασάκι και τα τσιγάρα του, αυτή τη φορά. Ο άγνωστος αριθμός εξακολουθούσε να τον κοιτάζει από τη φωτισμένη οθόνη –δεν υπήρχε περίπτωση να ησυχάσει αν δεν μάθαινε… Πάτησε το κουμπί της επανάκλησης τρέμοντας. Κανένας δεν απάντησε από την άλλη άκρη –περίμενε κοντά ένα λεπτό πριν κλείσει το τηλέφωνο. Άναψε τσιγάρο.
 «Ποιος πούστης;»  μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
 Το τηλέφωνο χτύπησε, στην οθόνη εμφανίστηκε ο ίδιος άγνωστος αριθμός.
 «Ποιος είναι;» ψέλλισε σχεδόν πανικόβλητος.
 «Καλή ερώτηση –έχω όμως μια ακόμα καλύτερη», δήλωσε μια γνωστή αντρική φωνή από τα παλιά.
 «Τι πράγμα;» μουρμούρισε μπερδεμένος ο Θανάσης που αναγνώριζε τη φωνή αλλά αρνιόταν να το δεχτεί.
 «Μέχρι που είσαι διατεθειμένος να φτάσεις για να σώσεις το τομάρι σου;» ρώτησε η φωνή με παραλυτική αυτοπεποίθεση.
 «Πεπρέπει να βρεθούμε…» κεκέδισε ο Θανάσης που είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του.
 «Αύριο λοιπόν στην γνωστή πλατεία -μία είναι η πλατεία», συμπλήρωσε μειδιώντας ο Ανδρέας.
 «…», πρόσθεσε με εκκωφαντική σιωπή ο Θανάσης αποσβολωμένος.
 «"Καληνύχτα", σκατόψυχε», του ευχήθηκε ο Ανδρέας.
 «Κακό ψόφο», απάντησε ο Θανάσης και έκλεισε το τηλέφωνο με τόση δύναμη από τον εκνευρισμό του που κόντεψε να το σπάσει.
 Αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια του –το τσιγάρο σιγόκαιγε στο τασάκι αλλά δεν τον τρόμαζε πλέον η πιθανότητα να πάρει φωτιά το σπίτι -ήταν ήδη καμμένος.


Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΖΕΝΤΑΙ