ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΑΜΩΤΑΦΕΙΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' - ΑΘΗΝΑΙ))
Δαπίτισσες περήφανες ἄλλο δὲν εἶναι πιὰ
κείτονται τώρ’ ἀνάσκελα στῆς Σίνα τὴ μεριὰ
τουρῖστες Γάλλους χαιρετῶ πολὺ εὐγενικὰ
στὸ Σύνταγμα στὶς σκᾶλες καὶ σφίγγω μαχαιριὰ
στοῦ Γκαῖτε τὸ Ἰνστιτοῦτο, κάπου ἀπ’ ἔξῳ ‘κεῖ
περνοῦσα λίγο βιαστικὰ ἕνα λαμπρὸ πρωΐ
βρίσκω μιὰ ταγιερόγρῃα μ’ ἐφημερίδα «Ἑστία»
μπουνίδι χουλιγκάνικο κοτσάρισα στὴ θεία
βγαίνει ὁ γυιὸς ὁ ἀγγλοτραφὴς ποὺ ἄκουσε φωνὲς
τοὖπα «ἔτσι ξηγιόμαστε ἐμεῖς στὶς Ἀχαρνές»
μὲ ἕνα Datsun κόκκινο ἀράζω Κολωνάκι
καὶ κάνω στὶς γειτόνισσες τὸ πιό αἰσχρὸ καμάκι
μὲ τὰ πολλὰ φωνάξανε καὶ τὴν Ἀστυνομία
παιδιὰ ποὺ εἶχαν μέσον στὴ Νέα Δημοκρατία
μὲ ὕφος ἀδερφίστικο μοῦ κάνανε συστάσεις
μυδράλjο τότε τράβηξα, σοῦ λέω γαμῶ τὶς φάσεις
λίγο-πολὺ τελείωσα μὲ τὰ Νηοκλασσικὰ
λέω νὰ γαμήσω Φάληρο, παραλjακὴ μεριὰ
Ἀφ’ οὗ τὰ τζάκια τὰ ψηλὰ πλημμύρισα χυσάδα
κατέβηκα γιὰ θάλασσα, πέρασ’ ἀπὸ Γλυφάδα
μπουτοῦδες μὲ solarium εἶδα γυαλιστερὲς
ἐπάνῳ τους κατούρησα, κάνανε σὰ ντρελλὲς
σκούζανε καὶ τὶς βούτηξα εὐθὺς ἀπ’ τὰ μαλλιὰ
καὶ μπουκετίδια ἔσφιξα στὰ Gucci τὰ γυαλιὰ
χαχά!
«πάρ’τα μωρὴ ὑστερικιὰ ἄῤῥωστὴ πουτσομάννα
ποὺ σὲ γαμᾶν Βρουκόλακες στοῦ Χάρου τὴν Ἀλάνα»
τὴν ἔκανα φουριόζικα καὶ πῆγα παραλία
σὲ φουσκωτοὺς λουόμενους ἔσπασα τὰ κρανία
κάτ’ ἀπ’ ἕναν Εὐκάλυπτο τὴν ἔπεσ’ ἀραχτὸς
καὶ ἔπαιζα τὸ μποῦτζο μου σὰ νἄμουν Κυνικὸς
μέσα στὰ μάτια κύτταζα παπποῦδες μὲ παιδιὰ
αὐνανιζόμουν στὸ γκαζὸν τοῦ Ἅγιου Κοσμᾶ
μόλις ἐχύσα δυνατὰ σὲ ἕνα Smart ἀπάνῳ
βράδυασε κι εἶπα Φάληρο καπάκι νὰ τὴν κάνω
ἀλλοδαποὺς σφαλιάρωσα ποὺ ἦταν στὰ φανάρια
κι ἔριχνα στ’ αὐτοκίνητα κρυμμένος ἀγκωνάρια
νεκροὶ πολλοὶ γινόσαντε στὸ δρόμο καραμπόλες
πεθάνανε μεσοαστοί, μαλᾶκες καὶ καριόλες
ἀπὸ Συγγροῦ τὴν ἔστριψα καὶ σκότωσα τραβέλια
μπράβους ντυμένους κουστουμιὲς μαχαίρωσα στὰ σκέλια
κάτι ὁμοφυλόφιλοι κάνανε πῶς καὶ πῶς
νὰ πάρουν σφηνοτσίμπουκα στὴν Ὀλυμπίου Δjὸς
τὰ μάτια μου γυρίσανε καὶ τράβηξα Κατάνα
ἀνάπηρους τοὺς ἄφισα, τοὺς ἔκανα πουτάνα
περνῶντας ἀφ' Ὁμόνοια πούλησα λίγο πρέζα
τὴ νόθευσα καλά-καλὰ νὰ τοὺς σωριάσω τέζα
συνέχισα πρὸς τοῦ Ψυῤῥῆ καὶ ἔχεσα στὸ δρόμο
ἔξῳ ἀπόνα ῥεστωρὰν καὶ σκόρπισα τὸ ντρόμο
γύρῳ μαζεύτηκαν γιὰ νὰ μ' ἀκινητοποιήσουν
ἔ, τούτη ᾖταν κι ἡ στιγμὴ καντήλια γιὰ νὰ σβήσουν
πελᾶτες μαγαζάτορες καὶ μικροπωλητὲς
φόνευσα κατακέφαλα μὲ ὕφος ἀγενὲς
στὸ δρόμο γιὰ Κεραμεικό, πρὸς τὸ Μοναστηράκι
ἔσφαξα κάθε Ἀφγανό, Ἰνδόπουλο καὶ Πάκι
'κεῖ στὴν πλατεία τοῦ Γκαζιοῦ, στὶς τέσσερεις παρὰ
ἔριξα κάτj ἀνάποδες σὲ ἕξη πουσταριὰ
ἀμέσως τότε σπάσανε καὶ φώναξαν βοήθχεια
καὶ σκάσανε μπρατσόπουλα μὲ ξυρισμένα στήθχια
ἦρθαν καὶ κάτι φοιτηταὶ ποὺ ᾖσαν μεθυσμένοι
μὰ ὅταν ὅπλο τράβηξα, τὴν κάνανε χεσμένοι
ἄλλοι ψηλὰ τὰ χέρια τους, ἄλλοι κάτῳ στὸ χῶμα
μὰ ὅλους τοὺς ἐγάζωσα, ματῶσαν ἀπ'το στόμα
στὴ μπαλαιὰ τὴ γέφυρα περνάω ἀπὸ κάτῳ
σὲ κάτι ἰσλαμόπουστες τοὺς ἔσκαψα τὸ λάκκο:
γιόμισα μὲ πυρίτιδα ἕνα πενηνταράκι
καὶ τὸ παράτησα πιό 'κεῖ, σὰ νὰ μήν τρέχῃ κάτι
ἐγυάλισε στοὺς μπάσταρδους καὶ πῆγαν νὰ τὸ πάρουν
νομίσαν οἱ σκατόπουστες πὼς θὰ τὴ σκαπουλάρουν
ὅταν μπροστὰ τὸ βάλανε, φωτιὰ πῆρε εὐθὺς
κι αὐτοὶ ἀνατινάχθηκαν, ποῦ νἄσουνα νὰ δῇς!
γελῶντας πῆγα τρέχοντας στὴν Ἱερὰ Ὁδὸ
καὶ μέσα στὰ σκυλάδικα ξέρασα πανικὸ
μὲ πῆρε τὸ ξημέρωμα Αἰγάλεω σὰν ἔφτασα
μπούκαρα μέσα στὸ Μετρὸ καὶ στὸ βαγόνι ἔκλασα
κρότο μεγάλο ἔκαμα καὶ ἦρθε ἐλεγκτὴς
τὸν ἔπιασ' ἀπ' τὸν ὦμο του καὶ τοὖπα τὰ ἑξ ᾗς:
"γυιέ μου οἱ καιροὶ 'ναι δύσκολοι, κι ἐσὺ παρασιτεῖς
γι' αὐτὸ καὶ τὶς συνέπειες πρέπει νὰ ὑποστῇς"
τότε τονε μαχαίρωσα βαθειὰ μεσ'στὰ πλευρὰ
καὶ χέστηκε ἀπάνῳ του κι ἔκλασε δυνατὰ
κατέβηκα σὰν κύριος στάσι Μοναστηράκι
νὰ πάρω τὸ ἁμάξι μου νὰ πάω γιὰ καφεδάκι
πῆγα Ἁγιὰ Παρασκευή, σὲ μία καφετέργια
τρελλάκι λέτσο μ' εἴδανε, βάλαν οὐρὰ στὰ σκέλια
χαιρέτησα τ' ἀφεντικό, τοῦ ἔβρισα τὴ μάννα
ὁλόφρεσκο καυτὸ καφὲ τοῦ ἔφτυσα στὴ μάπα
σὲ ἕνα κυριλότσουλο "νὰ λέμε καὶ τὰ δίκῃα
τέτοια ἀρχιδοπούτανα τὰ ἔχει καὶ στὴ Νίκῃα
γι' αὐτὸ νὰ μήν μπερδεύεσαι ποὺ μοὔχεις καὶ τουπέ"
τὸ σῶμα καὶ τὴ μάπα της ἔκανα μπλέ μαρὲ
στὸ Μall μέσα στὰ Starbucks ἤπια πορτοκαλάδα
κατούρησα βιτρῖνες στὴν Polo καὶ στὴν Prada
βγῆκα στὴν Ἀττικὴ Ὁδό, δὲ μπλήρωσα διόδγια
καὶ στὴ Χασιὰ σὰν ἔφτασα εἶδα ἀρνιὰ καὶ βόδγια
τὰ ζᾶ τὰ πυροβόλησα γιατὶ δὲ ντὰ γουστάρω
σκότωσα κι ὅλα τὰ σκυλιά, ᾖταν νὰ μή ντὰ πάρω
περνῶντας ἀπ' Ἀσπρόπυργο σὲ γυφτογειτονιὲς
τσιγγάνοι μοῦ τὴν πέσανε μὲ κάτι Mercedes
γυφτάκια πέτρες πέταγαν κι ἐγὼ τὰ πυροβόλησα
ἄκουσα κλᾶμα παιδικό, καύλωσα καὶ τ' ἀμόλησα
κατσίβελλους - Ῥόμ - γύφτισσες σκότωσα στὰ ψυχρὰ
ἀπὸ τὰ νεογέννητα μέχρι τὸ Βασιλῃὰ
στὴ Μυριοφύτου τσούλησα, ἐκεῖ στὸ Κερατσίνι
τὰ εἶπα ὅλα στὸν Κούλογλου καὶ ἄρχισε νὰ δίνῃ:
- ἀνθρώπους γιατὶ φόνευσες; δὲν ἔπραξες καλῶς
καθένας εἶναι ἄξιος κι ἰσοποιοτικὸς
- Μητσάρα νιτσεόκαυλε σοὖπα δὲ μπάει ἔτσι
γιατὶ στὴν ἴδια μοῖρα βάζεις βίλα μὲ κοτέτσι;
"ψυχολογία" ἔλεγε, ὅπως καὶ τὸ ἑξ ᾗς:
"στὸ Πᾶν εἶν' ὅλοι φίλοι, ἀλλὰ καὶ συγγενεῖς"
τὸ ἔργο μου συνέχισα γιατ' εἶμ' ὑποσυνείδητος
στὸ δρόμο μου μπελὰ θὰ βρῇ ὁ κάθε ἀνεπιθύμητος