Author Topic: ΑΓΑΠΗ  (Read 155 times)

0 Members and 2 Guests are viewing this topic.

BLASPHEMUS

  • Guest
ΑΓΑΠΗ
« on: November 12, 2013, 01:10:37 pm »
Tὸ παρὸν ἄρθρο ἔχει γραφτεῖ καὶ δημοσιευθεῖ γιὰ ψυχαγωγικοὺς σκοποὺς καὶ ὁ συγγραφέας δὲν εὐθύνεται γιὰ τυχούσες ἐφαρμογὲς τῶν γραφομένων στὴν ζωή.
 
Καθήμενος ἐπὶ τῆς πολυθρόνας καὶ παρατηρῶν τὰς ἀναδυόμενας φλόγας ἔμπροσθεν τοῦ διακριτικοῦ του προσώπου, ἀναβλύζουσες ἐκ τῆς ἑστίας, ὁ νέος συγγραφεῦς, ἀποκαλούμενος δε καί «χασάπης» ὑπὸ τοὺς γνωστούς του λόγω τῶν αἱματηρῶν καὶ πλέον καυλωτικῶν ἱστοριῶν ποὺ ἔγραφεν, ἐσκέπτετο τὴν αἴγλην τῆς ἁβρότητος τῶν μεταξένιων της ποδιῶν, ποὺ ἀγκάλιαζον τὴν κλίνην του ἐκείνην τὴν στιγμήν.

Ἀγόμενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ νοιώση τὴν ὕπαρξίν της καὶ κάθε ἔκφανσιν, ἔκφρασιν καὶ ἔμφανισιν ταὕτης, ἐσωτερικὴν τε καὶ ἐξωτερικήν, ἐδοκίμασεν νὰ κατευνάση τὴν δολοφονικήν του ἐπιθημίαν, τοῖς κοινῶν ρήμασι... φοβούμενος.

Ἡ δε καστανόξανθη κόμη της ἔλουεν καὶ ἐστόλιζεν τὸ μαξιλάρι αὐτῆς (τῆς κλίνης του), ὡσὰν στέρεον καὶ φωτοβόλον ἡλιοβασίλεμα πλαγιασμένον ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος. Τὸ μουνὶ της ἔλαμπεν ὥς ἁβρὸν καὶ ἀνθισμένον ρόδον καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐρούφαγεν καὶ πίπωνε τὰ μουνόχειλά της ὡσὰν τσίχλες, σκαλίζων τὰ εντόσθιά της διὰ τῆς γλώσσης του, ἐσκέπτετο νὰ τὰ δαγκώση ἵνα νοιώση τὴν ἀληθινὴν ἐσώτερη χάριν ποὺ ἔκρυβον ἐντός των, μὰ ὁ νέος ἐδείλιαζεν, ἑως ὅτου τὸ κρασὶ ποὺ ἐκυλοῦσεν εἰς τὸ αἷμα του ὡμιλησεν καὶ οὔρλιαξεν πρὸς ταῦτον νὰ τὴν κρατήση κοντά του διὰ παντός, ἐντὸς τοῦ στομάχου καὶ κάθε ἄλλου του ὀργάνου ποὺ διακαῶς παρεκαλοῦσε νὰ νοιώση τὸ ἅβρον ἄγγιγμα τῶν ἰδικῶν της ἐσωτερικῶν ὀργάνων: Μία μείξις σπλάχνων ἐπιθυμητὴ ἐκ τῶν ἔσω τοῦ σώματός του, τοῦ θυμικοῦ καὶ τῆς ψωλῆς του.

Κοιμωμένη οῦσα, καὶ μὲ μπαλτὰ ἐν τὴ χειρὶ αὐτοῦ, τὴν ἤρπαξεν βιαίως ἀπὸ τὴν κόμην καὶ ἐχαράκωσεν τὸ βλέφαρόν της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκαλυφθῆ τὸ ὁπτικὸ νεῦρο ποὺ ἐκρύβετο ἐντὸς τῆς ματότρυπάς της, ἐκ τῆς ὁποίας ἕνας ἤπιος πῆδαξ αἵματος ἤρχισεν νὰ ἀναβλύζη, καὶ ποὺ ἐν συνεχεία κατευνάσθην καὶ ἔβαψεν τὸ μάγουλον καὶ τὴν μύτην της μὲ τὴν πορφυρίαν του. Κρατῶν σφιχτῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν κόμην της, δάγκωσεν τὸν κρεμάμενο ἀσπροκόκκινο ὀφθαλμόν της, κεκαυλωμένος ἐκ τοῦ πείσματος τῆς φωτιᾶς ποὺ κατέκλυζεν τὸ θυμικόν του, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ τὴν κρατήση ἐντός του. Ἐμάσησεν τὸν ὀφθαλμόν της ἐντόνως καὶ βιαστικῶς, καθῶς τὸ ἐν σφαδαστικοῦ πόνου εὑρισκόμενο καὶ πρώην ψωλοκαλπάζον γύναιο, ποὺ νῦν καὶ ἀεὶ θᾶναι ἰδικό του, παρεκαλοῦσε, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς της νὰ στάζουν μείγματα αἵματος καὶ διαμαντένιων δακρύων. Ὡσὰν ζωντανό, ὑγρὸ καὶ γλοιῶδες πολτὸ ἐγλίστρισεν ἐπὶ τῶν οὕλων καὶ ἐντὸς τῶν χωρισμάτων τῶν δοντιῶν του ὁ ἄσπρος λιωμένος ὀφθαλμός της, ποὺ ὁμοίαζεν νὰ ἀποτελῆται μονάχα ἀπὸ τὸν σκληρό του χιτῶνος, ἄνευ κόρης, καὶ τὸ αἷμα συντριβάνιαζε ἐκ τῶν χειλιῶν του, ἐν ὧ αἱ καυλοτικαὶ της τσιρίδες ἐσπαρταροῦσαν ἀδεξίως καὶ ἀνάρθρως.
 
Ὁ νέος ἐσφήνωσεν μὲ πεῖσμα τὸ ποῦτσο του, ἐγειρόμενο ἐκ τοῦ ἀνοιχτοῦ φερμουὰρ τοῦ παντελονιοῦ του, βαθιὰ εἰς τὴν  ἀκάλυπτη, μαύρην καὶ μαλακὴν κωλότρυπά της καὶ τὴν πριόνιζε ὥς ἅν νὰ ἔπραττεν γεώτρησιν ἐντός τοῦ ἀλαβάστρινου καὶ κάτασπρου δέρματός της, ἐν ὧ ὁ μπαλτὰς κινεῖτο ὁριζοντίως καὶ καθέτως ὡσὰν νὰ ἐζωγράφιζεν ἐπὶ τοῦ δέρματος καὶ τοῦ προσώπου της.

«Γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει,» οὔρλιαξεν εἱρωνικῶς ὁ ἐν περισσῆς ψυχρότητος καὶ ἐμμονῆς διὰ σαρκικὴν τε καὶ ψυχικὴν ἰδιοκτησίας εὑρισκόμενος μουνοδύτης νεανίας, ἀκούγων τὰς σπαρακτικοὺς της κραυγὰς, καὶ ἰστοί δέρματος ἀποκολλημένοι ἐκ τῶν μαγούλων της χύνεντο ἐπὶ τοῦ στρώματος τῆς κλίνης, ὅπως καὶ ὡρισμένοι ἐκ τοῦ κρανίου της, τὸ ὁποῖον ἐπληγιάζετο ἐπιφανειακῶς ἀπ’ τὸν μπαλτὰ, ἀνακατεμένα μὲ ὡρισμένες τρίχες τῆς κόμης της, ἡ ὁποῖα εἶχεν βαφθῆ κόκκινη.

Τὰ δε χείλη της ἤδη ἐκρέμοντο ὡσὰν αἱματωμένα ρόδινα ἐλατήρια, καὶ ὁ μπαλτὰς λειτουργοῦσε ἀκαταπαύστως ὡσὰν παραψώλιον ποὺ ἐκύκλωνεν τὸ πρόσωπον μὰ καὶ τὸ σῶμα της, ἑν ὧ τὰ μαστάρια της χοροπηδοῦσαν ἀποκρινόμενα εἰς τὴν κατάστασιν «πλιτς πλιτς» εἰς πρόσθιαν στάσιν. Ὁ νεανίας χασάπης παρατηροῦσε δαμάζων αὐτήν (γαμῶντας την – δαμάζω – δαμάω – γαμάω) ἐλαφρὰ τὴ συνειδήσει, γνωρίζων ὅτι ἐκ τοῦ ἄλγους της θὰ πηγάση ἡ συνένωσίν των εν τῶ ἰδίω σώματι. Τὸ ἠγαποῦσε αὐτὸ τὸ χυσοχαυτικὸν ἀγυιοπούτανο. Ἡ ἀνθρωποφαγία εἶναι εἴτε πράξις ἐπιβιώσεως εἴτε ἀγάπη.
 
Τὰ ἄσπρα στρώματα εἶχον βαφτῆ εἱς τὸ αἷμα καὶ τὸ δέρμα τῆς χειρός της ἐκρέμετο ἀτάκτως ὥς σοῦστα ἀποκολλημένο ἐκ τῆς ὑπόλοιπης χειρὸς, καὶ πλατάγιαζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ, περικλύζον τοὺς αἱματωμένους μύες καὶ κόκκαλα ποὺ τῆς εἶχον ἀπομείνει.

Αἱ κραυγαὶ ὁμοῦ μετὰ τοῦ κλάματός της αἴφνης ἐσιώπησαν ἀσκαρδαμυκτί, καὶ ἡ κεφαλὴ της ἔσκασεν ἐπὶ τοῦ μαξιλαριοῦ ὥς τυμπανοπουτσοχτύπι, ἑν ὧ ὁ νεανίας χασάπης εἶχεν ἤδη χύσει εἰς τὸν ψωλαγωγό της (κωλαντέρι). Εσήκωσεν ξανὰ τὸν μπαλτὰ, ἅμα τη χυσεκσενδονίσει, καὶ τὸν προσεγείωσεν καθέτως ἐπὶ τοῦ σβέρκου της, μὰ ἐκολλησεν εἰς ταὸ κόκκαλο καὶ τὰ νεῦρα ὅλου τοῦ ἄψυχου, πουτσοτραφοῦς κουφαριοῦ της ἐκτινάχθησαν ὡσὰν νὰ τῆς εἶχον φυτέψει ἐλατήριον εις τὸ κῶλον. Ὁ χασάπης ἐσηκωσε ξανὰ τὸ μπαλτὰ καὶ τῆς ἔσπασεν τὸν αὐχενικὸν σπόνδυλον, προκαλῶν ἐτέρα ἀναπήδησιν τῶν νεύρων της, ἑν ὧ ἕνα κομμάτι νεύρου ἐκόλλησεν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς τοῦ μπαλτὰ ὡσὰν κόκκινο τυρὶ τοῦ τοστ. Μὲ τὸ ἐπόμενο χτύπημα τὸ κεφάλι ἀπεκολλήθη ὁλοσχερῶς, μὲ μονάχα μερικοὺς ἰστοὺς μυῶν νὰ παραμένουν κολλημένοι ἐπὶ τοῦ ὁστοῦ τῆς κλειδὸς ὡσὰν ξέμπαρκα φλόκια. Ὁ νέος ἤρχισεν νὰ τῆς βαρᾶ τὰ μάγουλα καὶ τὰ ζυγωματικὰ τραβῶν μὲ μανία τὰ αἱματωμένα της μαλλιὰ, μέχρι ποὺ ξεκόλλησεν τὰ ἀπομεινάρια τοῦ λαιμοῦ της ὁμοῦ μετὰ τοῦ κεφαλιοῦ της, τὸ ὁποῖον τώρα εὑρίσκετο ἐν τὴ χειρί αὐτοῦ, μὲ τοὺς αἱματωμένους μῦες καὶ τὰ νεῦρα ποῦχαν ἀποκολληθῆ ἀπεριποιήτως, ἐκσφενδόνιζοντα αἷμα ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπό ‘κεῖ, ἀνεμίζοντες μὲ κάθε κίνησιν.

Ἐσήκωσεν τὸ κομμένο της κεφάλι ψηλὰ κι ἤρχισεν νὰ τσιμπουκώνη τοὺς προαναφερθέντες παφλάζοντες ἱστοὺς, ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀπομείναντος αἵματος εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀκρωτηριασμένου της λαρυγγιοῦ, οἱσοφάγου καὶ σαγονιοῦ, καὶ τὰ μεδούλια ἔλουον τὰ χείλη, στίλβοντα κόκκινης ὑγρότητος ἐν συγκρίσει μὲ τὴν ὁποία καὶ ἡ πιὸ κόκκινη πανσέληνος θὰ ὁμοίαζεν μουχλιασμένη, καὶ τὸ αἱματοβαμμένο του σαγόνι.

Κατόπιν ἐχρησιμοποίησεν τὸν μπαλτὰ ὡς τε νὰ κόψη εἰς μικρὰ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ σώματός της ἵνα χωρέσουν εἰς τὴν κατάψυξιν ὅπου θὰ τὰ ἐναποθετοῦσε μέχρις ὅτου φαγωθοῦν τελείως. Ἡ ὀσμὴ ἦτο ἀηδιαστική, μὰ ἤνηκεν εἰς αὐτὴν. Τώρα θὰ ἦσαν γιὰ πάντα μαζύ, γιατὶ ἐκείνη θὰ εὑρίσκετο πάντοτε μέσα του. Γιατὶ τὴν ἠγαποῦσε ὅσον τίποτε ἄλλο...