ii) Ξεπερνώντας τους επαναστατικούς μύθους
Η τάξη των φτωχών, των καταπιεσμένων, των «από τα κάτω», των εργατών, είναι μία ξεθωριασμένη ετικέτα, που από μόνη της για εμάς δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. Είναι λέξεις που χάνονται στο κενό και η ηχώ τους βυθίζεται σε ένα παρελθόν που έχει ξεπεραστεί. Η εργατική τάξη είναι μία μαζική εξαναγκαστική κοινωνική ταυτότητα, που συνθλίβει με το βάρος της τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα του ατόμου, του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Ο λαός είναι το παραμύθι που συνδέει ένα πλήθος ανθρώπων με τελείως διαφορετικές αντιλήψεις, συνήθειες, αγωνίες, σκέψεις, προσωπικότητες, χαρακτηριστικά, που οι περισσότεροι παλινδρομούν μέσα στη σύγχυση, ομογενοποιούνται απ’ τα στόματα των ειδικών της πολιτικής με το όνομα «λαός». Ο λαός, η κοινωνία είναι το βασίλειο των αντιφάσεων. Είναι ο κοινός τόπος προέλευσης, καθώς και εμείς οι ίδιοι που αρνούμαστε την ηθική και τις αξίες της κοινωνίας, προερχόμαστε μέσα από αυτήν, που οδηγεί όμως σε άπειρους διαφορετικούς προορισμούς επιλογών. Μέσα στην κοινωνία κατοικούν οι δούλοι που θέλουν να μοιάσουν στα αφεντικά τους, οι υπήκοοι που λατρεύουν την τάξη, οι συντηρητικοί που υπερασπίζονται την κανονικότητα, οι μικροαστοί που προσκυνάνε την ιδιοκτησία, οι φασίστες που φοβούνται το διαφορετικό, οι νοικοκυραίοι που ερωτεύονται την ησυχία του σπιτιού τους και την καθαριότητα των επίπλων τους, οι λούμπεν που ζηλεύουν τους βολεμένους, οι βολεμένοι που αδιαφορούν, οι φτωχοί που γκρινιάζουν αλλά φοβούνται να πράξουν, οι μετανάστες, οι παραβατικοί που θαυμάζουν τους προνομιούχους… Παράλληλα, μέσα στην ίδια κοινωνία, υπάρχουν οι προοδευτικοί, οι ευαίσθητοι φιλάνθρωποι, οι αριστεροί, οι ειρηνιστές, οι κομμουνιστές, οι ελευθεριακοί, οι αναρχικοί, οι επαναστάτες ακόμα και οι μηδενιστές-αρνητές της κοινωνίας.
Αυτό που ονομάζεται «λαός», «κοινωνία» είναι όλο το παραπάνω ψηφιδωτό σχέσεων ανάμεσα σε μία ομίχλη προσώπων, που μερικά τα συνδέει η συγγένεια αντιλήψεων και βιωμάτων και άλλα ένας λυσσαλέος πόλεμος.
Ο λαός έχει πάντα θετικό πρόσημο. Το λαό τον διεκδικούν όλοι, απ’ τους φασίστες και τους συντηρητικούς, μέχρι τους αριστερούς και τους αναρχικούς. Ο λαός είναι «φτωχός», «τίμιος», «καταπιεσμένος», «αδικημένος» και φυσικά «σοφός» όταν ψηφίζει… Ο λαός και η εργατική τάξη, σύμφωνα με τους ειδικούς της πολιτικής, είναι οι αιώνιοι παραπλανημένοι, γι’ αυτό πάντα χρειάζονται καθοδήγηση. Οι μαρξιστές και τα αναρχικά δισέγγονά τους είναι πάντα πρόθυμοι να καθοδηγήσουν (στο όνομα του «λαού» φυσικά) και να προσφέρουν τη γη της επαγγελίας, τη μετεπαναστατική κοινωνία. Στα κείμενα, στις αφίσες, στις εκδηλώσεις τους μιλάνε πάντα σε α’ πληθυντικό, χρησιμοποιώντας το συλλογικό «εμείς» του λαού, των εργατών, του προλεταριάτου, θεωρώντας πως, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως κομμάτι του προλεταριάτου, θα γίνουν πιο αρεστοί και θα το πάρουν με το μέρος του. Το αστείο είναι ότι, συνήθως, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου δεν έχουν καμία ταξική σύνδεση μαζί του καθώς, για να μιλήσουμε «ταξικά», προέρχονται από μικροαστικά ή μεσοαστικά στρώματα (αιώνιοι φοιτητές, θαμώνες και ιδιοκτήτες καφετεριών, οικονομικά εξαρτώμενοι από γονείς κ.α.).
Ως άλλοι μεσσίες-απελευθερωτές απευθύνονται στην ετερόκλητη μάζα της εργατικής τάξης, θεωρώντας την ως το απόλυτο επαναστατικό υποκείμενο. Όμως, μέσα απ’ την εργατική τάξη προέρχεται η αδιαφορία των πολλών, η μιζέρια των μικροαστών, ο πατριωτικός κανιβαλισμός, οι 500.000 ψηφοφόροι της φασιστικής Χρυσής Αυγής, οι νομοταγείς πολίτες, οι ρουφιάνοι, οι συντηρητικοί, οι θρησκόληπτοι των εκκλησιών, οι πιστοί τηλεθεατές, τα ζόμπι του ψηφιακού κόσμου και των social media, οι χαρούμενοι καταναλωτές…
Τι μας συνδέει εμάς ως αναρχικούς με όλους αυτούς;… Από το απόλυτο τίποτα, μέχρι την αγεφύρωτη εχθρότητα. Η αναρχία και το εργατικό κίνημα ακολουθούν δύο παράλληλες γραμμές και είναι γεωμετρικά αποδεδειγμένο ότι οι παράλληλες γραμμές δεν τέμνονται. Γιατί, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε τους καταπιεσμένους γενικά και αόριστα ως «αδέρφια» μας και να μιλήσουμε για ταξικό πόλεμο, μαζί με ανθρώπους που δε μοιραζόμαστε τίποτα κοινό; Καλύτερα να βάλουμε μπροστά τη συνολική αναρχική επίθεση που καταργεί όλες αυτές τις ψευδαισθήσεις του κοινού μετώπου των καταπιεσμένων. Γιατί αυτή τη στιγμή, το μόνο που μας συνδέει με τους καταπιεσμένους είναι η οικονομική συνθήκη που μας επιβάλλουν να ζούμε. Όμως, η κοινή εκβιαστική οικονομική συνθήκη που βιώνουμε ως κοινωνικό περιθώριο, μαζί με τους φτωχούς, τους άνεργους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες είναι μία εξαναγκαστική συνθήκη κι όχι μία συνειδητή επιλογή. Εκτός από όλους εμάς που διαλέξαμε συνειδητά το κοινωνικό περιθώριο κι αρνηθήκαμε τα υλικά προνόμια, οι περισσότεροι καταπιεσμένοι αυτό που επιθυμούν δεν είναι να καταστρέψουν τον κόσμο της εκμετάλλευσης, αλλά να μετακομίσουν οι ίδιοι στις επαύλεις των αφεντικών τους, να φορέσουν τα ρούχα τους, να μιμηθούν τους τρόπους τους και, με τη σειρά τους, να καταδυναστεύσουν όσους βρίσκονται υπό την εξουσία τους. Ο σκλάβος που ζητάει δικαιώματα χωρίς να αποκτήσει απελευθερωτική συνείδηση, σύντομα θα ζητήσει να φορέσει το στέμμα του αφεντικού του. Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος τη συσσωρευμένη μικροεξουσία που κουβαλούν μέσα τους οι καταπιεσμένοι όταν την εξωτερικεύουν σε όσους θεωρούν πιο «αδύναμους» από αυτούς∙ ο ντόπιος στο μετανάστη, ο μετανάστης στην οικογένειά του, η «παλιοσειρά» των εργαζομένων στους νέους συναδέλφους τους… Αυτή είναι η τάξη του σύγχρονου προλεταριάτου. Ένα συνονθύλευμα μισθοφόρων της μιζέριας και του κανιβαλισμού, έτοιμων να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όποιον πληρώνει καλύτερα. Καταπιεσμένοι με καταπιεσμένα κόμπλεξ, που θέλουν να μοιάσουν στα αφεντικά τους.
Δε θέλουμε, λοιπόν, να αναζητήσουμε συντρόφους και συμμάχους μέσα από εξαναγκαστικές κοινές συνθήκες που δε διαλέξαμε, αλλά μέσα από κοινές επιλογές.
Δε μας ξεγελάνε, ούτε μας ικανοποιούν οι εφήμερες συμμαχίες με αυτούς που διεκδικούν ένα καλύτερο μισθό ή δικαιώματα και μεταρρυθμίσεις της μιζέριας του υπάρχοντος. Με αυτούς μπορεί να βρεθούμε κάποια στιγμή σε ένα οδόφραγμα ή σε μπάχαλα, αλλά ποτέ δε θα συναντηθούμε ουσιαστικά, αν δεν καταργήσουν από μέσα τους την ηθική ταυτότητα του εργάτη, του φοιτητή, του ανέργου, του διαδηλωτή και δεν αρνηθούν συνολικά τον κόσμο της τάξης και των νόμων.
Δε μας ενδιαφέρουν αυτοί που, επειδή δεν έχουν να χάσουν τίποτα, βγαίνουν στο δρόμο, αλλά εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να χάσουν τα πάντα για να ξανακερδίσουν τη ζώη τους απ’ την αρχή…
Άλλωστε, ανάμεσα στους πρώτους, θα βρεις τους μεγαλύτερους προδότες, που στην πρώτη αναποδιά ή μπροστά στο δέλεαρ μίας οικονομικής υπόσχεσης, θα σε εγκαταλείψουν, θα σε πουλήσουν ή, ακόμα, θα στραφούν εναντίον σου…
Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, θα ανακαλύψεις μερικούς απ΄ τους πιο κοντινούς και αυθεντικούς συντρόφους και συνενόχους σου… Πόσες φορές δε βρεθήκαμε στη μέση μίας φουρτουνιασμένης θάλασσα σύγχυσης και αντιφάσεων; Οι ίδιοι άνθρωποι με τους οποίους ήμασταν δίπλα-δίπλα πετώντας πέτρες και μολότωφ στους μπάτσους και μοιραστήκαμε χρόνους και στιγμές πίσω από φλεγόμενα οδοφράγματα, στα πλαίσια μίας συντεχνιακής διεκδίκησης μίας «άγριας απεργίας» για καλύτερους μισθούς, όταν ικανοποιήθηκε ή απορρίφθηκε το αίτημά τους, επέστρεψαν γρήγορα στην κανονικότητα και θωρακίστηκαν ξανά με την στολή του νομοταγή πολίτη, του ψηφοφόρου, του οικογενειάρχη, του τηλεθεατή. Απ’ την «άγρια απεργία» της Χαλυβουργίας, καταλήξαμε στον απόλυτο έλεγχο της κινητοποίησης απ’ το σωματείο του ΚΚΕ και στη θερμή υποδοχή των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που έσπευσαν για αλληλεγγύη στον αγώνα των «ελλήνων εργατών». Απ’ τα οδοφράγματα και τις φλεγόμενες νύχτες στην Κερατέα για το σαμποτάρισμα της εγκατάστασης χωματερής στην περιοχή, φτάσαμε στα υψηλά εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής στην ίδια περιοχή.
Αλλά, ακόμα και η «άγρια νεολαία» παλινδρομεί στις αντιφάσεις της. Απ’ τις μαθητικές καταλήψεις και τις επιθέσεις στους μπάτσους μεταπηδά, χωρίς δεύτερη σκέψη, στα πογκρόμ εναντίον μεταναστών και σε πανηγυρικές φιέστες εθνικής υπερηφάνειας (« αθλητικές» επιτυχίες της εθνικής ομάδας).
Δεν αρκεί, λοιπόν, μονάχα το ευκαιριακό ξεπέρασμα του νόμου, μέσω μίας πέτρας ή μίας μολότωφ. Σίγουρα αυτό είναι ένα απαραίτητο πέρασμα. Όμως, μαζί με την τράπεζα ή το περιπολικό που θα πυρπολήσουμε, οφείλουμε να πυρπολύσουμε μέσα μας όλα τα εξουσιαστικά κατάλοιπα, τις ηθικές αγκυλώσεις και τα συντηρητικά στερεότυπα που κληρονομήσαμε από αυτόν τον κόσμο.
Φυσικά, επειδή απεχθανόμαστε την κριτική για την κριτική και τον ξεπεσμό του ψηφιακού ψευτομηδενιστικού μοιρολογίου, που όλα τα κράζει εκτός απ’ το παραμορφωμένο «υπέρ-εγώ» του, η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Όσο θέλουμε να χτυπήσουμε τον πολιτικαντισμό των νεόκοπων αναρχομαρξιστών, άλλο τόσο θέλουμε να γκρεμίσουμε το γυάλινο πύργο της θεωρίας των «ιδεολόγων» της καθαρής αναρχίας.
Αναλύουμε και αποκωδικοποιούμε το σύμπλεγμα των εκρηκτικών αντιφάσεων της κοινωνίας, όχι για να μείνουμε θεατές και να θαυμάζουμε την «αυθεντία» μας, αλλά για να οργανώσουμε στρατηγικά την αναρχική επίθεσή μας. Υπάρχουν οι λεγόμενοι ενδιάμεσοι κοινωνικοί αγώνες, που κάποιοι λόγω σύνθεσης (π.χ. μαθητικές καταλήψεις) έχουν ενδιαφέρον και η εκτροπή τους μπορεί να προκαλέσει χαοτικές καταστάσεις, οι οποίες είναι το ιδανικό πεδίο έκφρασης του μίσους μας για το σύστημα. Προφανώς και δε θα λείψουμε από εκεί, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ότι το «ιδανικό» λεκιάζεται απ’ την πραγματικότητα και απ’ το ρόδο μένει το αγκάθι.
Όμως, απ’ τη στιγμή που δεν εγκλωβιζόμαστε σε αιτήματα και μεταρρυθμιστικές λογικές, διατηρούμε τα χαρακτηριστικά μας και δε χανόμαστε σε πολιτικάντικες εκπτώσεις για να γίνουμε κοινωνικά «αρεστοί». Έτσι, εισβάλλουμε ως αναρχικοί και δεν κρυβόμαστε πίσω από άλλες κοινωνικές μάσκες (άνεργος, εργαζόμενος, διαδηλωτής)∙ αντίθετα, φοράμε την κουκούλα και επιτιθόμαστε, χωρίς να φοβόμαστε τον λάκκο με τις αντιφάσεις των ενδιάμεσων κοινωνικών αγώνων.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να καταστρέψουμε αυτό τον κόσμο της οργανωμένης εκμετάλλευσης και πλήξης, πρέπει να μιλήσουμε για το ξεπέρασμα των τάξεων και όχι να κάνουμε λάβαρο το σάβανο της «ταξικής πάλης». Οι κόκκινοι αναρχικοί που μιλούν για ταξική πάλη, έχουν ένα πτώμα μέσα στο στόμα τους, το οποίο έχει αρχίσει να σαπίζει. Στην αναρχική διαρκή εξέγερση, όλες οι τάξεις καταργούνται. Το άτομο, ανακαλύπτοντας απελευθερωτικά το συνειδητό εαυτό του, έρχεται σε ολική ρήξη με την τάξη απ’ την οποία προέρχεται, είτε προλεταριακή, είτε μικροαστική. Αρνούμαστε κάθε τάξη γιατί είναι αποτέλεσμα διαχωρισμών του συστήματος. Κάθε τάξη κουβαλάει μέσα της τα χαρακτηριστικά και την ηθική του υπάρχοντος. Το αγαπημένο παιδί των κόκκινων «αναρχικών», το προλεταριάτο, κουβαλάει μέσα του την ηθική της εργασίας, την ψευτοπερηφάνεια του πατριωτισμού, τη λατρεία της μικροϊδιοκτησίας, τα κατάλοιπα του θρησκευτικού συντηρητισμού… Αυτή είναι η θλιβερή αναπαράσταση της σύγχυσης που θριαμβεύει μέσα στους ενδιάμεσους μεταρρυθμιστικούς εργατικούς αγώνες, που ποτέ δεν ξεπερνάνε τον μυωπικό εαυτό τους για να αποκτήσουν μια συνολική απελευθερωτική οπτική.